Τα αδέρφια μας δεν είναι απλοί συγγενείς και δεν είναι απαραίτητα το κοινό αίμα που μας δένει τόσο μαζί τους. Είναι οι άνθρωποι εκείνοι, οι οποίοι έχουν τα πιο κοινά βιώματα μαζί μας. Μοιραζόμαστε τους ίδιους γονείς και συγγενείς, το ίδιο σπίτι, το ίδιο φαγητό, τα ίδια παιχνίδια. Και το πιο συναρπαστικό είναι πως μεγαλώνοντας, παρά τα τόσα κοινά, καταλήγουμε τόσο διαφορετικοί, ακόμα και αν οπτικά μοιάζουμε σαν δυο σταγόνες νερό.
Αυτό το χάσμα χαρακτήρων μοιάζει συχνά αγεφύρωτο, ειδικά όταν είμαστε παιδιά ή ακόμα χειρότερα έφηβοι. Θυμάμαι χαρακτηριστικά εμένα με την αδερφή μου να τσακωνόμαστε σαν τον σκύλο με τη γάτα για το παραμικρό, να μην αντέχουμε η μία την άλλη, να πλακωνόμαστε κυριολεκτικά στο ξύλο, αρχικά για τα παιχνίδια και αργότερα για ρούχα, παπούτσια ή για την κατανόηση που δεν έβρισκε η μία από την άλλη. Ήταν που αυτή ήταν μικρότερη και αποζητούσε την προσοχή, ήταν που εγώ ως το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας ήθελα την ανεξαρτησία μου -και κάπως αυτά τα δύο ερχόντουσαν σε σύγκρουση, που πολλές φορές ούτε οι ίδιοι οι γονείς μπορούσαν να διαχειριστούν.
Όχι πως δεν αγαπούσαμε η μία την άλλη. Αντιθέτως, γινόμασταν ένα απέναντι σε όποιον τολμούσε να ενοχλήσει ή να αδικήσει κάποια από τις δυο μας. Ήταν σαν μια άγραφη συμφωνία ανάμεσά μας, σαν μια ανακωχή στον πόλεμο που είχαμε κηρύξει, στον οποίο δε θέλαμε, ούτε επιτρέπαμε τρίτους να μπλεχτούν. Κι αν το καλοσκεφτούμε τώρα, αυτό ακούγεται πολύ γλυκό και αποτελεί ατού της αδελφικής αγάπης, που τότε δεν μπορούσαμε να κατανοήσουμε και να εκτιμήσουμε. Ακόμα, όμως, και σε εποχές που οι καβγάδες με τα αδέρφια μας ήταν καθημερινότητα, πάλι σε εκείνα τρέχαμε να κλάψουμε και να πούμε τον πόνο μας, με εκείνα θέλαμε να μοιραστούμε τη χαρά μας. Ίσως επειδή γνωρίζαμε καταβάθος πόσο πολύ θα χαιρόντουσαν και πως θα μας στήριζαν στα δύσκολα, χωρίς να μας κρίνουν, χωρίς να μας πιέσουν, ακούγοντάς μας με προσοχή.
Μεγαλώνοντας, μάθαμε να εκτιμάμε περισσότερο τη σχέση με τα αδέρφια μας, κατανοώντας πως οι διαφορές μεταξύ μας είναι αμελητέες και ασήμαντες μπροστά σε αυτά που μας ενώνουν. Βέβαια, παίζει σημαντικό ρόλο πως με την ωρίμανση έρχεται και η ικανότητα να δεχόμαστε τους ανθρώπους που αγαπάμε με τα θετικά και τα αρνητικά τους, χωρίς τα οποία δε θα ήταν οι ίδιοι. Αυτό που σκέφτομαι πλέον κοιτώντας την αδερφή μου είναι πως αντιπροσωπεύει μια διαφορετική πτυχή του εαυτού μου, μια άλλη οπτική και αντίδραση στα κοινά ερεθίσματα που δεχτήκαμε, μια προσωπικότητα που θα μπορούσε να είναι δική μου. Και μαθαίνω να την αγαπώ περισσότερο όσο μαθαίνω να αγαπώ περισσότερο εμένα.
Eίναι και η καθημερινότητα της ενήλικης ζωής που τείνει να μας απομακρύνει. Έτσι, ξυπνάει εκείνη η τρομερή νοσταλγία για τα αδέρφια μας και για τις στιγμές που μοιραζόμασταν το δωμάτιο μαζί τους, που κοιμόμασταν παρέα επειδή φοβόμασταν το σκοτάδι, που ψιθυρίζαμε μυστικά για να μη μας ακούσουν οι γονείς. «Ας μπορούσα να γυρίσω σε εκείνα τα χρόνια», σκεφτόμαστε και θα τα κάναμε όλα διαφορετικά. Αλλά αν όλα ήταν διαφορετικά, ίσως αυτή η σκέψη να μην ερχόταν ποτέ. Αν με ρωτάτε, εγώ δε θα άλλαζα τίποτα. Όχι γιατί είμαι υπεράνω και ρομαντικιά, αλλά επειδή πεθαίνω στο γέλιο κάθε φορά που θυμόμαστε με την αδερφή μου έναν έναν τους τσακωμούς μας.
Άλλωστε, η αδερφική σχέση παραδίδει μαθήματα ζωής και ανθρωπίνων σχέσεων από τα γεννοφάσκια μας. Μας μαθαίνει να μοιραζόμαστε, να κοινωνικοποιούμαστε, να στηρίζουμε, να αγαπάμε, να βοηθάμε. Μας μαθαίνει πως οι σχέσεις δεν είναι ρόδινες, πως τα συναισθήματα είναι τρενάκι του τρόμου και αλλάζουν από λεπτό σε λεπτό, πως οι καβγάδες και οι διαφωνίες είναι μέσα στο παιχνίδι και εξελίσσουν τις σχέσεις μας με τους άλλους. Για όλα τα παραπάνω, λοιπόν, δε θα άλλαζα απολύτως τίποτα. Για όλα τα παραπάνω, νιώθω ακόμα πιο ευγνώμων που είχα την τύχη να μεγαλώσω πλάι στην αδερφή μου -κι ας σκοτωνόμασταν.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.