Αν μπορούσαμε να παρομοιάσουμε το σχολείο σαν μια βουτιά από βατήρα, τότε το πανεπιστήμιο είναι παραπέντε πάνω από το Κάθισμα στη Λευκάδα κι οι συνεντεύξεις για δουλειά, είναι ελεύθερη πτώση από διαστημόπλοιο. Φοράς, λοιπόν, το σακίδιο του πτυχιούχου στην πλάτη και βουτάς από τη στρατόσφαιρα ελπίζοντας ότι τραβώντας το κορδόνι το αλεξίπτωτο θ’ ανοίξει.

Πέφτεις, λοιπόν, στην αγορά εργασίας και ξεκινάς το κυνήγι με τον σταυρό στο χέρι. Μετά την ψυχρολουσία, όμως, των πρώτων συνεντεύξεων θα ανακαλύψεις ότι τα λευκά ψέματα παίρνουν νέες διαστάσεις στον κόσμο του HR. Η ανειλικρίνεια ίσως να μην είναι ο καλύτερος σύμβουλος, αλλά, εν προκειμένω, είναι απαραίτητος. Ορίστε μερικά παραδείγματα ερωτήσεων για να το αποδείξω από το δικό μου μερτικό των εμπειριών:

 

Γιατί κάνατε 7 χρόνια να τελειώσετε τη σχολή;

Η διάρκεια σπουδών για τις περισσότερες δημόσιες σχολές είναι 4 ή 5 χρόνια. Αυτό λέει ο οδηγός σπουδών. Όλοι όσοι έχουμε περάσει, είτε από ΤΕΙ είτε από ΑΕΙ, γνωρίζουμε ότι η πραγματικότητα απέχει παρασάγγας. Μπορεί να έχεις το ειδητικό μυαλό του Sheldon Cooper, αλλά το να απομνημονεύσεις 500 σελίδες ύλη είναι, το λιγότερο, άθλος. Άσε που κάποιοι κακοπροαίρετοι λένε ότι υπάρχουν καθηγητές που κόβουν συνέχεια τους φοιτητές στα μαθήματά τους. Βάλε και κάτι καταλήψεις, βάλε και κάτι απεργίες, να τα 7 χρόνια.

Όπως και να έχει, ωστόσο, σ’ αυτή την ερώτηση η συνηθισμένη τακτική είναι η επίκληση κάποιας αναποδιάς, όπως κάποιο οικογενειακό πρόβλημα ή πρόβλημα υγείας, που δικαιολογημένα μπορεί να καθυστερήσει την περάτωση των σπουδών και ταυτόχρονα δεν επιδέχεται και πολλών εξηγήσεων. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι διαβαίνοντας τη μεγάλη πόρτα του πανεπιστημίου απελευθερωνόμαστε από τα δεσμά των σχολικών απουσιών και του αυστηρού προγράμματος. Ταυτόχρονα, έχουμε γίνει 18 πια και παριστάνουμε τους ενήλικες. Με άλλα λόγια, είναι η αρχή της ανεξαρτησίας μας. Και τη βροντοφωνάζουμε σε κάθε ευκαιρία. Καφέδες, τάβλι και δηλωτή αντί για διαλέξεις, τσίπουρα, μεζέδες κι αξέχαστα ξενύχτια αντί για διάβασμα.

 

 

Θα μπορούσατε να μεταπηδήσετε σε κάτι πέραν των σπουδών σας;

Με τη συγκεκριμένη ερώτηση ο συνεντευκτής θέλει να διερευνήσει το λόγο που στο βιογραφικό αναφέρεται μεν προϋπηρεσία, αλλά όχι στο αντικείμενο των σπουδών και κατά πόσο θα ήσουν σε θέση να το ξανακάνεις -αφού μπορούν να σε χώσουν και σε άλλες θέσεις. Εδώ συνήθως, η απάντηση είναι η αλήθεια. Δηλαδή ότι βρέθηκαν ευκαιρίες τις οποίες κι αξιοποίησες γιατί αισθανόσουν ότι σε εκπροσωπούν. Αν πάλι θέλεις να μην καταλήξεις σε πόστο που δε σε αφορά καθόλου μπορείς να το ρίξεις στο ότι δεν υπήρχε η πολυτέλεια της αναμονής κι ήθελες να ενισχύσεις ο βιογραφικό σου για να ακολουθήσεις μετά αυτό που σπούδασες έχοντας δοκιμαστεί και σε κάτι άλλο. Μετά από αυτή την απόλυτα σεβαστή απάντηση, πιθανόν ν’ ακολουθήσει η εξής ερώτηση:

 

Γιατί δεν προσπαθήσατε να βρείτε κάτι στον τομέα σας;

Σ’ αυτή την απάντηση δε χωράνε πολλά ψέματα, μα ούτε και η γυμνή αλήθεια. Οπότε δε θα πεις «γλυκάθηκα τόσο που είχα μισθό, που βολεύτηκα», αλλά «οι οικονομικές απαιτήσεις της καθημερινότητάς μου δε μου επέτρεψαν ν’ αναζητήσω άλλη εργασία για κάποιο διάστημα». Δε θα πεις «δεν είχα καθόλου χρόνο γιατί δούλευα σαν το σκυλί ή ήμουν τόσο κουρασμένος που με έπαιρνε ο ύπνος στην τουαλέτα». Αντ’ αυτού θα πεις «ήμουν αφοσιωμένος να κάνω τη δουλειά μου όσο καλύτερα μπορώ, οπότε ο ελεύθερός μου χρόνος ήταν αρκετά περιορισμένος».

 

Γιατί θέλετε να δουλέψετε στην εταιρία μας;

Να κι η ερώτηση για το πρώτο μαξιλαράκι! Από τη στιγμή που η θέση δεν έχει ουδεμία σχέση με το αντικείμενο των σπουδών (κι αναφέρομαι μόνο σε αυτή την περίσταση), τότε καλέ μου προσωπάρχη θα βάλλω όλη μου τη φαντασία να μαγειρέψω το πιο ιδανικό ψέμα με μια πρέζα ρεαλισμού γαρνιρισμένη με μπόλικη διπλωματία και να στο σερβίρω ζεστό με το πιο ειλικρινές μου χαμόγελο.

 

Με τι μισθό θα ήσασταν ικανοποιημένοι;

Και πάμε για το δεύτερο μαξιλαράκι με μια ερώτηση-παγίδα. Η ερώτηση, φυσικά, δε γίνεται για ν’ αποφασίσουμε παρέα τον μισθό, αλλά για να δει ο συνεντευκτής αν υπάρχει συναίσθηση ανάμεσα στην προσφορά στην αγορά εργασίας και στις δυνατότητες και τα προσόντα του συνεντευξιαζόμενου. Η απάντηση πρέπει, λοιπόν, να διέπεται από μια ισορροπία. Γιατί, από τη μία, υπάρχει ο κίνδυνος να φανούμε αγνώμονες της μισθολογικής διαβάθμισης (άλλα λεφτά παίρνει ένας γραμματέας, άλλα ένας διευθυντής πωλήσεων κι άλλα ένας CEO) κι από την άλλη, να υπό- ή υπερτιμήσουμε τον εαυτό μας. Είναι καλό, πάντως, επειδή αυτή η ερώτηση είναι στα sos να υπάρχουν μερικές πρόχειρες επιλογές κι ανάλογα με τη θέση και την πορεία της συνέντευξης να δίνεται η καταλληλότερη απάντηση- ποτέ όμως συγκεκριμένα, αλλά σε εύρος με διαφορά 100-200 ευρώ.

Εννοείται ότι υπάρχουν κι ερωτήσεις του ενός εκατομμυρίου κι αν και δεν έχει γραφτεί ένα οικουμενικό λυσάρι για 100% επιτυχία σε κάθε συνέντευξη, υπάρχει πάντα η βοήθεια του κοινού. Το τελικό συμπέρασμα, πάντως, νομίζω είναι για όλους το ίδιο: οι άνθρωποι που κάθονται από την απέναντι πλευρά του γραφείου δεν έχουν έρθει από άλλο πλανήτη. Εννοείται ότι ξέρουν σε ποιον μιλάνε, ξέρουν τι πρέπει να ρωτήσουν και τι περιμένουν ν’ ακούσουν. Εντούτοις, πριν μπούμε για τη συνέντευξη υπογράφουμε μαζί τους μια άφραστη συμφωνία ότι μέσα στο δωμάτιο υπάρχει ένας μεγάλος, ροζ ελέφαντας που θα κάνουμε ότι δε βλέπουμε.

Συντάκτης: Κλειώ Κατσουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου