Το σπίτι είναι τα μοναδικά τετραγωνικά πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη που μπορείς να είσαι απόλυτα ο εαυτός σου. Η σκέψη της επιστροφής σε αυτό μετά από μια κουραστική μέρα προσφέρει μια υπέροχη ανακούφιση. Ενώ εκείνες τις μέρες που δεν έχεις τίποτα να κάνεις κι έξω βρέχει –τι ευτυχία!– να χαλαρώνεις με μια κούπα αχνιστό καφέ στο χέρι. Καθόλου άδικα, λοιπόν, το σπίτι μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα ζεστό, γεμάτο θαλπωρή καταφύγιο.
Μα είναι τόσο παράξενο, πόση παραπάνω σημασία αποκτά, όταν μεταναστεύεις σε άλλη χώρα. Είτε είναι προσωρινή είτε μόνιμη, είτε σε κοντινή είτε σε μακρινή χώρα, η αλλαγή είναι τεράστια και τρομακτική. Ειδικά όταν την κάνεις μόνος. Γι’ αυτό έχεις ανάγκη να βρεις ένα σημείο αναφοράς να στρέφεσαι τις στιγμές που θα νιώθεις άβολα στο νέο περιβάλλον· κάτι γνώριμο μέσα στα τόσα άγνωστα που έχεις να αντιμετωπίσεις. Κι επειδή το να φτιάξεις ένα φιλικό περίγυρο παίρνει χρόνο, μόνο το σπίτι μπορεί να παίξει αυτό τον ρόλο, τουλάχιστον στην αρχή. Εκεί ξεκινάει και τελειώνει η μέρα άλλωστε.
Όμως, ο τρόπος που ο καθένας φαντασιώνεται την εικόνα του σπιτιού ξεκινά ήδη από τον χώρο αναμονής του αεροδρομίου κι είναι διαφορετικός. Και βάσει αυτής της διαφορετικότητας -και μόνο- οι μετανάστες θα μπορούσαν να χωριστούν σε τρεις βασικές κατηγορίες: τους ανυπόμονους, τους διστακτικούς και τους νομάδες.
Οι ανυπόμονοι είναι αυτοί που όσο στέκονται στην ουρά για το check-in σκρολάρουν τους καταλόγους του ΙΚΕΑ και κοιτάνε αν θα αγοράσουν κρεβάτι με κουνουπιέρα, σιδερένιο ή με χώρο αποθήκευσης που να χωράει ιπποπόταμο. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που ο ενθουσιασμός τους υπερνικά τον φόβο της αλλαγής.
Οι διστακτικοί είναι το αντίθετο. Σιωπηλοί, στα ακριανά καθίσματα στην πύλη για την πτήση τους, χαζεύουν στο κινητό ή πιο συχνά μιλάνε με φίλους μασκαρεύοντας το άγχος τους με την οικειότητα της συνομιλίας. Δε θέλουν να σκέφτονται το σπίτι που τους περιμένει, γιατί στην πραγματικότητα δεν έχουν ακόμα φύγει από το δικό τους.
Οι νομάδες -αν και εξοικειωμένοι με το «country hopping» από καιρού εις καιρόν- το άγχος τους παραμένει αμείωτο αφού κάθε φορά είναι σαν την πρώτη φορά. Έχοντας, βέβαια, προγενέστερη εμπειρία, θα τους βρεις να χαζεύουν χαλαρά τα μαγαζιά του Duty Free, ενώ φτιάχνουν στο μυαλό τους τη λίστα με τα ψώνια για το σούπερ μάρκετ.
Δεν είναι, όμως, μόνο οι πρώιμες σκέψεις που διαφέρουν ανάμεσα στις τρεις αυτές ομάδες, αλλά πολύ περισσότερο η ίδια η στάση τους, όταν πλέον βρεθούν μέσα στο νέο τους σπίτι. Για τους ανυπόμονους δεν υπάρχουν πολλά να ειπωθούν. Βρίσκονται κιόλας στους διαδρόμους του πλησιέστερου καταστήματος με είδη σπιτιού και διαλέγουν σεντόνια.
Όσον αφορά τους διστακτικούς και τους νομάδες η στάση τους είναι παρόμοια, αλλά διαφέρει θεμελιωδώς ο λόγος. Νιώθουν πιο άνετα σ’ ένα σπίτι με τα ελάχιστα, απαραίτητα πράγματα. Τα ντουλάπια, τα συρτάρια, ακόμα κι ολόκληρα δωμάτια μπορεί να μη γεμίσουν ποτέ. Κι αυτό γιατί κάθε αντικείμενο, εκτός από τη χρησιμότητά του, δίνει αξία στον χώρο, τον κάνει πιο οικείο. Έτσι, οι ξένες μυρωδιές, οι ψυχροί τοίχοι κι οι άγνωστοι θόρυβοι εξομαλύνονται και σιγά-σιγά γίνονται κομμάτι του σπιτιού. Με άλλα λόγια, καθετί που μπαίνει μέσα στο σπίτι αποκτά τη δική του θέση κι αναπόφευκτα δημιουργείται μια σύνδεση με τον χώρο, ο οποίος αρχίζει να μετατρέπεται από σπίτι σε σπιτικό.
Η σύνδεση αυτή είναι που πολλές φορές δυσκολεύει την προσαρμογή, που όλοι ανεξαιρέτως περνάνε σε νέο έδαφος. Η αβεβαιότητα για το μέλλον κι η νοσταλγία κρύβεται πίσω από το δισταγμό ενός ανθρώπου να επενδύσει στη διακόσμηση του σπιτιού του. Κι ίσως τα μαχαιροπίρουνα να μην έχουν ιδιαίτερο ψυχολογικό αντίκτυπο, αλλά τα έπιπλα, που εξ ορισμού είναι στέρεα και σταθερά, δηλώνουν κατά κάποιο τρόπο μονιμότητα. Η δόση οικειότητας που γεννάται με κάθε προσθήκη, ο διστακτικός τη μεταφράζει ως ένα επιπλέον βήμα πιο μακριά από το γνώριμο σπίτι που άφησε πίσω. Από την άλλη, για τους νομάδες, η κατάσταση είναι ξεκάθαρη. Εφόσον υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ξαναλλάξουν χώρα στα επόμενα χρόνια, δεν υπάρχει λόγος να σπαταλήσουν χρήματα σε πράγματα που δε χρειάζονται πέραν των απόλυτα βασικών. Συν τοις άλλοις, προβλέποντας την ταλαιπωρία της μετακόμισης, αγοράζουν τόσα όσα μπορούν να μεταφέρουν μάξιμουμ σ’ ένα αυτοκίνητο.
Τα τελευταία χρόνια ανυπόμονοι, διστακτικοί και νομάδες έχουν απλωθεί σε όλες τις άκρες της Γης. Μέσα στις βαλίτσες τους, τυλιγμένα στις κάλτσες, θα βρεις να κουβαλάνε τον φόβο και το άγχος για το νέο τους ξεκίνημα. Και δικαιολογημένα. Η μετοίκιση στο εξωτερικό δεν είναι εύκολη υπόθεση κι έχει διαφορετική επίδραση σε κάθε άνθρωπο που διαφαίνεται στο πώς λειτουργεί μέσα στο καινούριο του σπίτι. Κι, εδώ που τα λέμε, όταν λέμε «σπίτι» δεν εννοούμε μόνο τους τοίχους και τα κεραμίδια, αλλά οτιδήποτε μας κάνει να νιώθουμε ο εαυτός μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου