Πλησιάζει 11 η ώρα το βράδυ και τα μάτια μου γλαρώνουν μπροστά από την τηλεόραση. Ξαφνικά, χτυπάει το κινητό. «Έλα, είσαι σπίτι;» ακούω την εκνευρισμένη φωνή της κολλητής μαζί με ήχους από τον δρόμο. Πάλι με πήρε την ώρα που οδηγεί, σκέφτομαι, αλλά λέω να μην το σχολιάσω εκείνη τη στιγμή. «Ναι. Τι έγινε;», τη ρωτάω αν και έχω ήδη ψυλλιαστεί ότι κάτι δεν πήγε καλά με το ραντεβού. «Ωραία, έρχομαι από εκεί.», λέει και μου το κλείνει. Μισή ώρα μετά, καθόμαστε στο μπαλκόνι με ένα κρύο μπουκάλι μπίρα η κάθε μία, τα πόδια τεντωμένα πάνω στο κάγκελο και το γιασεμί πάνω από τα κεφάλια μας να μοσχοβολά.

Ο εκνευρισμός της οφειλόταν στο ότι έχασε δύο ώρες από τη ζωή της να ακούει έναν άνθρωπο να μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Και κάπου εκεί, αφού φυσικά προηγήθηκε η απαραίτητη συναισθηματική εκτόνωση της κολλητής, η συζήτηση απλώθηκε σε γενικεύσεις, σε φιλοσοφίες, σε φληναφήματα και πομφόλυγες ως συνήθως.

Ανασκαλεύοντας τη μνήμη μας ανακαλύψαμε διάφορα άτομα (παλιούς φίλους, γνωστούς γνωστών, συναδέλφους, γκόμενους, συγγενείς) που έφεραν τα ίδια χαρακτηριστικά. Όπως στο αποτυχημένο ραντεβού της κολλητής, σε αυτούς τους ανθρώπους αρέσει πολύ ο μονόλογος. Και ναι εννοείται να υπάρχει μονόλογος εν μέσω διαλόγου εάν στοχεύει σε κάποια χρησιμότητα, αλλά στη δική τους περίπτωση το έργο αποτελείται από αυτοτελή –ή και όχι– διηγήματα, με κάποια –ή και καθόλου– συνοχή. Η διαδοχή των ιστοριών ακολουθεί μία συγκεκριμένη συλλογιστική που καθρεφτίζει τον σκοπό τους απέναντι στο συνομιλητή. Εντυπωσιασμός; Έμφαση των προτερημάτων και ταυτόχρονα ηθελημένη απόκρυψη των ελαττωμάτων; Ανάγκη για προσοχή; Ένδειξη κυριαρχίας; Ή απλώς άγνοια των «κανόνων» του διαλόγου λόγω μίας εσώτερης ψυχολογικής αιτίας;

 

 

Από την άλλη, ως συνομιλητής περιμένεις υπομονετικά να μπει μία τελεία για να βρεις την ευκαιρία να μοιραστείς τη δική σου εμπειρία, να εκφράσεις τη σκέψη σου. Κι όταν, επιτέλους, έρθει η σειρά σου διαισθάνεσαι μια νευρικότητα από τη μεριά του άλλου ενόσω μιλάς. Τον βλέπεις να καραδοκεί να εντοπίσει μία παύση σου και πετώντας τη θεϊκή ατάκα «κάτσε να σου πω εγώ τι έπαθα» να αρχίζει τη δεύτερη πράξη σε αυτό το one man show. Κι ενώ ο άλλος ξαναπαίρνει τον λόγο κι εσύ ευγενικά σιωπάς, συνειδητοποιείς ότι δεν έχει ακούσει λέξη απ’ ότι του είπες. Η ειρωνεία, δε, είναι ότι την ώρα που αυτός μιλάει κοιτά να δει εάν εσύ τον παρακολουθείς.

Τα τελευταία χρόνια μοιάζει να έχουν πολλαπλασιαστεί αυτά τα άτομα. Και καθώς ανοίγουμε τη δεύτερη μπίρα μπαίνουμε στη διαδικασία να βρούμε το γιατί. Μεγαλώνοντας, ο κύκλος των κοντινών μας ανθρώπων μικραίνει ή καμιά φορά εξαφανίζεται εντελώς. Η ανάγκη για αποδοχή και κοινωνικοποίηση συνεχίζει, ωστόσο, να υπάρχει. Ίσως, λοιπόν, η ατάκα «κάτσε να σου πω εγώ τι έπαθα» να είναι μία ιδιότυπη πρόσκληση για νέες γνωριμίες. Πάνω στο ίδιο μοτίβο, η καραντίνα, μια πολύ ιδιαίτερη και πρωτόγνωρη για όλους συνθήκη, προκάλεσε απομόνωση και κατ’ επέκταση αρκετή μοναξιά. Ενδεχομένως, η εγωκεντρική φλυαρία να οφείλεται στη μεγάλης διάρκειας έλλειψη επικοινωνίας. Ίσως πάλι, να είναι τα σημάδια που άφησαν κάποια βιώματα και προβάλλονται μέσω αυτής της συμπεριφοράς. Ή μπορεί, τελικά, εμείς συγκεκριμένα να έχουμε πετύχει όλους τους εγωπαθείς και τους νάρκισσους.

Στην τρίτη μπίρα καταλήξαμε ότι το τελευταίο, αν και πιθανό, είναι μάλλον η πιο σπάνια περίπτωση. Στην πραγματικότητα η συμπεριφορά αυτή, όπως και κάθε συμπεριφορά, πηγάζει από ένα μίγμα εμπειριών της παιδικής κι ενήλικης ζωής ανακατεμένες με ερεθίσματα από το περιβάλλον. Με άλλα λόγια υπάρχει μία ιστορία πίσω από τον ακατάσχετο μονόλογο και όσο περίεργο και να φαίνεται ο ίδιος ο άνθρωπος υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μη γνωρίζει ότι το κάνει. Κι αν είναι ένα ραντεβού, πίνεις το ποτό σου, φεύγεις και δεν ασχολείσαι ξανά. Αν, όμως, είναι κάποιος αγαπημένος, τότε νομίζω ότι αξίζει να διακόψεις το μονόπρακτο, να ακουμπήσεις μαλακά το χέρι του και να τον ρωτήσεις τι συμβαίνει. Όλοι χρειαζόμαστε κάποιον να μας ακούσει. Αλλά κάποιοι λίγο παραπάνω από άλλους.

Συντάκτης: Κλειώ Κατσουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.