Τα φροντιστήρια –θέλοντας και μη– είναι κομμάτι της ελληνικής εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Εφόσον το ίδιο το σύστημα δεν προετοιμάζει αρκετά τους μαθητές για τις απαιτήσεις των πανελλαδικών, τότε θα το κάνουν τα φροντιστήρια. Κι αυτό σημαίνει έξτρα ώρες μαθημάτων, αφού τελειώσει το σχολείο, παραπάνω δουλειά για το σπίτι και πολύ περιορισμένος ελεύθερος χρόνος. Κι αντί τα παιδιά των 16-17 ετών να επιδίδονται σε εφηβικές ερωτοτροπίες, να δοκιμάζουν τα πρώτα τους ξενύχτια και ν’ απολαμβάνουν τη χωρίς υποχρεώσεις ζωή τους που σύντομα θα φύγει ανεπιστρεπτί, αναγκάζονται να μένουν κλεισμένα σε τέσσερις τοίχους και να κάνουν παρέα στις στοίβες από τις σημειώσεις τους.
Έτσι ακριβώς θυμάμαι κι εγώ τον εαυτό μου σ’ εκείνη την ηλικία, αν κι έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε. Το άγχος άρχιζε να μας πλημμυρίζει από τη δευτέρα λυκείου καθώς βλέπαμε τη μαύρη, πυκνή θάλασσα των πανελλαδικών να αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Ζούσαμε κάπου ανάμεσα στην πλημμυρίδα των επικείμενων εξετάσεων και την άμπωτη της φροντιστηριακής ζωής. Γιατί, εδώ που τα λέμε, στο σχολείο πηγαίναμε για τουρισμό. Κανείς δεν παρακολουθούσε τίποτα. Βέβαια, οι φιλότιμοι καθηγητές εν πλήρει γνώσει του, κατ’ ευφημισμόν, παραεκπαιδευτικού συστήματος έκαναν ό,τι μπορούσαν να γεμίσουν τις ώρες μέχρι το σχόλασμα.
Αν και πλέον τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα έχουν γίνει «υποχρεωτικά» ακόμα και στο δημοτικό, στη δική μου ζωή μπήκαν στο λύκειο. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν ήξερε τι να περιμένει πηγαίνοντας φροντιστήριο πρώτη φορά. Αλλά η ιδέα να χαραμίζονται τ’ απογεύματά μας σε ακόμα μια τάξη, δε μας άρεσε καθόλου. Η πρώτη μέρα ήταν κυρίως διερευνητική. Γονείς και μαθητές να δούμε τον χώρο, να γνωρίσουμε τους καθηγητές, να παραλάβουμε το υλικό (κι άλλα βιβλία κι άλλες σημειώσεις!). Αυτό, ωστόσο, που μας έκανε φοβερή εντύπωση ήταν η ηλικία των καθηγητών. Νεότεροι, πιο ορεξάτοι, πιο προσηνείς. Ήταν το πρώτο σημάδι ότι το φροντιστήριο δε θα είναι σαν το σχολείο.
Μετά τις πρώτες εβδομάδες που έχει φύγει η κρυάδα του καινούριου, ξέραμε πλέον ποιος έχει βάρδια στη γραμματεία και ποια διαδρομή ν’ ακολουθήσουμε όταν έχουμε αργήσει. Δεδομένου ότι τα φροντιστήρια μαζεύουν μαθητές της γύρω περιοχής απ’ όλα τα σχολεία, στην αρχή βρισκόμασταν ανάμεσα σε πολλές γνώριμες και μερικές άγνωστες φάτσες. Όπως και να έχει, όλοι ήμασταν για τον ίδιο λόγο εκεί. Κι όλοι με την ίδια βαριά καρδιά αφιερώναμε τις ώρες μετά το σχολείο κι αρκετά σαββατοκύριακά μας, να ακούμε για δεύτερη φορά το ίδιο μάθημα. Περνώντας οι μήνες, ωστόσο, το φροντιστήριο, όχι μόνο έγινε μέρος της καθημερινής μας ρουτίνας, αλλά κι ένα πολύ ευχάριστο μάλιστα. Από τη μία, τα τμήματα που ήταν ολιγομελή κι από την άλλη, η απουσία αυτής της παλαιολιθικής νοοτροπίας της ακαταδεξίας από πλευράς των καθηγητών, βοηθούσε σημαντικά στη δημιουργία ενός χαλαρού κλίματος μέσα στην τάξη. Με άλλα λόγια, περνούσαμε καλά! Κι η θετική διάθεση μεταδιδόταν και μεταξύ μας, έτσι που με τον καιρό το τμήμα μεταμορφωνόταν σε παρέα.
Και τι πιο συνηθισμένο από το να δημιουργούνται στενές φιλίες μέσα σε μια παρέα. Με αφορμή ένα δανεικό τετράδιο κι ένα αστείο σχόλιο γεννιούνται φιλίες που πιθανώς να μείνουν για μια ολόκληρη ζωή. Ξεκινώντας με πειράγματα που εντείνονταν όσο αυξανόταν η οικειότητα, προχωρώντας σε γέλια που προκαλούσαν τα απορημένα βλέμματα συμμαθητών και καθηγητών και καταλήγοντας, νομοτελειακά, στη γειτνίαση των θρανίων σε κάθε μάθημα.
Στην αρχή οι κουβέντες περιορίζονταν στα hot κουτσομπολιά και τα νέα της ημέρας από το πρωινό ωράριο. Κι όσο η εμπιστοσύνη εδραίωνε τη φιλία, τόσο αποκαλύπτονταν τα μυστικά χτυποκάρδια. Έτσι, εκείνη η συμμαθήτρια που πριν έναν χρόνο ήταν άγνωστη, έφτανε πλέον να γνωρίζει όχι μόνο ποιον γουστάραμε, αλλά να αφοσιώνεται ψυχή τε και σώματι σε κάθε διάλειμμα στην υπερανάλυση κινήσεων και νοημάτων του «αντίπαλου στρατοπέδου» με σκοπό τον σχεδιασμό του επόμενου βήματος, λες κι η κατάκτηση του Μάρκου από το Β3 ήταν το πιο σημαντικό πράγμα πάνω στη γη.
Πέραν, όμως, απ’ αυτό το ένα άτομο που ταιριάξαμε περισσότερο, βρήκαμε κι άλλους συμμάχους στις πιο δύσκολες χρονιές του σχολείου. Μοιραστήκαμε το βάρος της πίεσης των προσδοκιών πάνω σε ώμους γεμάτους κατανόηση κι απαλύναμε τις ανησυχίες μας για το μέλλον μέσα σε χαμόγελα παρήγορα. Και πολλές φορές, οι ώμοι αυτοί ανήκαν σ’ αυτά τα παιδιά, τα «περίεργα», που κάθονταν απόμερα στο προαύλιο αμίλητα και ντροπαλά ή σ’ αυτά, τα «άγρια», με το στριφτό τσιγάρο και τον φραπέ που πάρκαραν το παπί ακριβώς έξω από την καγκελόπορτα του σχολείου.
Αυτή η ιδιόρρυθμη παρέα δημιουργήθηκε ανάμεσα στους προκάτ τοίχους και τα μονοθέσια, πλαστικά θρανία ενός φροντιστηρίου. Ίσως κράτησε μέχρι την αποφοίτηση, ίσως παραπάνω. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το άτυπο εκείνο group therapy ήταν το καλύτερο αγχωλυτικό τις ατελείωτες σχολικές μέρες που η κούραση, το άγχος κι η νύστα μας έκαναν να μην αντέχουμε ούτε τον εαυτό μας. Ήταν, όμως, κι οι πρώτοι άνθρωποι που τρέξαμε να ανακοινώσουμε ότι περάσαμε στη σχολή της επιλογής μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου