Οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Δύο λέξεις που κάνουν τα μάτια να γουρλώνουν και τις τρίχες να σηκώνονται. Ειδικά όταν απευθύνεται σε άντρες και δη, ενήλικες. Στο άκουσμά του φαντάζονται γάμο με τη μάνα τους κι αμέσως, με μια έκφραση αποστροφής, θα απορρίψουν κάθετα κάθε πιθανότητα να το έχουν βιώσει. Κι όμως, σύμφωνα με τον εμπνευστή του, τον Sigmund Freud, το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι ένα φυσιολογικό στάδιο στην ανάπτυξη ενός παιδιού. Μόνο που για τα κορίτσια, ο Carl Jung, το ονόμασε «σύμπλεγμα της Ηλέκτρας». Σοφοκλής-Freud, 2-1.
Ο πυρήνας της πιο περίφημης ψυχαναλυτικής θεωρίας που στοιχειώνει τόσους γονείς περιγράφει την έλξη που γεννάται ανάμεσα στο παιδί και το γονιό του αντίθετου φύλου, ενώ ταυτόχρονα λόγω αυτής της έλξης εμφανίζεται αντιπαλότητα με τον γονέα του ίδιου φύλου. Θα συμφωνήσω ότι η σκέψη και μόνο μιας τέτοιας αιμομικτικής διάθεσης ενοχλεί πολύ. Αλλά η όλη θεωρία βασίζεται σε ένα αρχέτυπο τρίγωνο που ξεφεύγει από τον μύθο του Οιδίποδα: το παιδί, το αντικείμενο ή τον άνθρωπο που θέλει το παιδί και το εμπόδιο που υπάρχει ανάμεσά τους. Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα που μπορεί να βοηθήσει στη θεωρητική κατανόηση είναι το τρίγωνο: παιδί – γάλα μητέρας – στήθος.
Ο ίδιος ο Freud, μάλιστα, παρατήρησε ότι η έλξη δεν έχει συγκεκριμένο στόχο, αλλά μπορεί να τροφοδοτηθεί από οτιδήποτε κι οποιονδήποτε. Έτσι, το σύμπλεγμα μπορεί να εμφανιστεί σε όποιο οικογενειακό μοτίβο, όπως μια μονογονεϊκή οικογένεια ή μια οικογένεια με ομοφυλόφιλους γονείς. Εντούτοις, στην πράξη, το τι είδους τρίγωνο θα δημιουργηθεί και το πώς συνδέεται αυτό με τη σεξουαλική ορμή, μπορούν να το απαντήσουν μόνο οι ειδικοί.
Η ψυχολογία που χαρακτηρίζει το Οιδιπόδειο περιλαμβάνει, από τη μια, κτητικότητα, εμμονή κι εξάρτηση προς τον γονέα του αντίθετου φύλου κι από την άλλη, επιθετικότητα προς το γονέα του ίδιου φύλου, ενώ δε λείπει κι η ζήλια για οποιαδήποτε κίνηση τρυφερότητας ανάμεσα στους γονείς. Οι συμπεριφορές που ανακλούν αυτά τα συναισθήματα ποικίλουν. Η άσχημη αντίδραση του παιδιού όταν βλέπει τους γονείς του να φιλιούνται ή όταν κάθε βράδυ αναζητά το κρεβάτι των γονιών του για να κοιμηθεί είναι κάποια παραδείγματα.
Σύμφωνα με τον Freud, καθώς το παιδί μεγαλώνει, αποδέχεται τις ομοιότητες που έχει με τον γονέα του ίδιου φύλου, εδραιώνει την ηθική του κι ενστερνίζεται πλέον την ιδιότητά του ως γιο ή κόρη. Με αυτό τον τρόπο το Οιδιπόδειο επιλύεται. Σε περίπτωση που δεν επιλυθεί, τα προαναφερθέντα ψυχολογικά χαρακτηριστικά θα συνεχίσουν να εμφανίζονται και στην ενήλικη ζωή του. Δημιουργείται, δηλαδή, μια ψυχολογική δυναμική που επηρεάζει, τόσο τις επιλογές συντρόφων περιορίζοντας τις σε αυτούς που μοιάζουν κι άρα αντικαθιστούν τον αντίστοιχο γονέα, όσο και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν απέναντί τους.
Το άλυτο Οιδιπόδειο, ωστόσο, δε μετατοπίζεται από την οικογένεια προς τις ρομαντικές σχέσεις, αλλά προβάλλει μέσα από νέες συμπεριφορές μέσα στη σχέση και καθρεφτίζουν την ύπαρξή του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αν κι υπάρχουν «συμπτώματα» που υποδεικνύουν το Οιδιπόδειο στην παιδική ηλικία, δεν υπάρχει ακριβής λίστα συμπεριφορών για τους ενήλικες. Κι αυτό γιατί η ψυχοσύνθεσή μας με τα χρόνια γίνεται ένα πολύπλοκο, ρευστό κράμα τραυμάτων, εμπειριών, σκέψεων και συναισθημάτων. Γι’ αυτό τον λόγο, αν ένας άντρας έχει βιώσει έντονη αδιαφορία από τη μητέρα του, θα μπορούσε να εκδηλώσει το λανθάνον Οιδιπόδειο, λόγου χάρη, απαιτώντας διαρκώς την προσοχή της συντρόφου του ή εκφράζοντάς το με κρίσεις ανασφάλειας όταν νιώθει ότι θα χάσει την αγάπη. Αυτό, βέβαια, είναι μία εκδοχή. Μια άλλη εκδοχή θα μπορούσε να είναι ένας σύντροφος που προσπαθεί να εκδικηθεί τη μητέρα του, τιμωρώντας τη σύντροφό του για την προσοχή που ποτέ δεν έλαβε. Οι δύο αυτές εκδοχές, όλα τα ενδιάμεσά τους και μαζί κάποια επεισόδια από το Criminal Minds αποτελούν τις πιθανές αποχρώσεις ενός αξεπέραστου Οιδιπόδειου.
Μαθαίνοντας κι εγώ για το Οιδιπόδειο, η πρώτη ερώτηση που πέρασε από το μυαλό μου είναι εάν τελικά το σύμπλεγμα, εφόσον παραμείνει στην ενηλικίωση, μπορεί να λυθεί. Η απάντηση είναι πως ναι. Έχοντας το μυαλό μας ανοιχτό, αναγνωρίζοντας ότι υπάρχει κάποια προβληματική συμπεριφορά, ακόμα κι αν δεν ξέρουμε από πού πηγάζει, κι απευθυνόμενοι σε ψυχολόγους και ψυχαναλυτές μπορούμε σιγά σιγά να ξεπεράσουμε το σύμπλεγμα. Με δική μας προσπάθεια κι επαγγελματική καθοδήγηση μόνο καλύτεροι μπορούμε να γίνουμε και ν’ αποκτήσουμε σχέσεις ισότιμες κι υγιείς.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου