Sigmund Freud και Carl Jung. Ο ένας Αυστριακός, ο άλλος Ελβετός. Ο ένας νευρολόγος, ο άλλος ψυχίατρος. Ο ένας πατέρας της ψυχανάλυσης, ο άλλος νονός της αναλυτικής ψυχολογίας. Γνωρίστηκαν στη Βιέννη το 1907 κι αμέσως έγιναν φίλοι. Η ιστορία τους θέλει να εγκαινιάζουν τη σχέση τους με μια συζήτηση που διήρκησε 13 συνεχόμενες ώρες. Όμως η φιλία τους δεν κράτησε παρά μόνο 5 χρόνια. Ο Freud είδε στον Jung έναν άξιο συνεχιστή του κι η στήριξή του φάνηκε από το γεγονός ότι τον έχρισε πρόεδρο της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Η σχέση τους ξεκίνησε με κοινό παρονομαστή την έννοια του ασυνείδητου, που πρώτος ο Freud εισήγαγε. Όμως, στην πορεία οι διάφοροι αριθμητές που σιγά σιγά έμπαιναν στην εξίσωση, τη χάλασαν και μαζί χάλασε κι η σχέση τους. Το 1913 ήρθε κι η ολοκληρωτική ρήξη μεταξύ τους και οι δρόμοι τους από τότε χώρισαν.
Ο πυρήνας των θεωριών και των δύο ήταν το ασυνείδητο και συμφωνούσαν ότι οι συμβολισμοί παίζουν κρίσιμο ρόλο στην έκφανσή του. Όμως, ο καθένας έβλεπε τον κόσμο μέσα από πολύ διαφορετικές προσλαμβάνουσες, οι οποίες επηρέασαν ριζικά την οπτική τους για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο Freud, ως γιατρός, προσπαθούσε να εκμαιεύσει από τους ασθενείς του, με χειρουργική σχεδόν ακριβεία, τις λογοκριμένες επιθυμίες τους που πίστευε ότι θάβονταν στην άβυσσο του ασυνείδητου και μπορούσαν να εμφανιστούν μέσω της ελεύθερης συσχέτισης. Της διαδικασίας, δηλαδή, όπου ο ασθενής εκφράζει τις σκέψεις του, όποιες κι αν είναι αυτές, χωρίς απαραίτητα να έχουν νοητική συνοχή.
Από την άλλη ο Jung, με βαθιά αγάπη για τη θρησκεία, τη μυθολογία και τη φιλοσοφία, επέκτεινε την ιδέα του ασυνείδητου από το ατομικό στο συλλογικό επίπεδο και μίλησε για συγχρονικότητα. Η αρχή της συγχρονικότητας βασίζεται στο επιχείρημα ότι όλοι οι άνθρωποι μοιραζόμαστε την ίδια βιολογία, κι άρα ο νους μας λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο ανεξάρτητα από το χρονικό πλαίσιο που ζούμε. Έτσι, μεταξύ μας, υπάρχει μια ασυνείδητη σύνδεση που εκφράζεται ανά τους αιώνες με παρόμοια μοτίβα. Ένα παράδειγμα όπου είναι έκδηλη αυτή η σύνδεση είναι οι θρησκείες, όπου όλες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, παρουσιάζουν το θεμελιακό αρχέτυπο «καλό vs. κακό».
Η ανάλυση των ονείρων ήταν και για τους δύο ιδιαίτερα σημαντική, αφού πίστευαν ότι διέπονται από συμβολισμούς που ανοίγουν ένα παράθυρο στο ασυνείδητο. Ωστόσο, η επιμονή του Freud να ερμηνεύει κάθε ονειρική εικόνα, αλλά και τη γενικότερη ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, μέσα από το πρίσμα της καταπιεσμένης σεξουαλικότητας προκαλούσε την έντονη δυσαρέσκεια του Jung. Ο τελευταίος, από την άλλη, θεωρούσε ότι οι άνθρωποι εκφράζουν την ατομικότητά τους (είτε στον ύπνο, είτε στον ξύπνιο τους) βάσει των συσχετίσεων που έχουν χτίσει, εντάσσοντας τη σεξουαλικότητα απλώς ως ένα στοιχείο αυτών. Γι’ αυτό δεν πίστευε στους ονειροκρίτες, ενώ διεύρυνε τη σημασία των ονείρων με υπαινιγμούς που ενέπλεκαν το παρελθόν και το μέλλον.
Οι δύο προσωπικότητες είχαν έντονη διαφωνία, επίσης, ως προς την κινητήριο δύναμη πίσω από την ανθρώπινη συμπεριφορά. Το επίκεντρο της φροϋδικής θεώρησης ήταν η σεξουαλικότητα. Αυτή τροφοδοτεί κάθε αντίδραση. Και στην περίπτωση που αυτή η παρόρμηση δεν ευοδωθεί, τότε δε χάνεται, αλλά καταπνίγεται στο ασυνείδητο, όπου μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη κάποιας νεύρωσης ή ορθότερα, κάποιας ψυχιατρικής πάθησης. Εν αντιθέσει, ο Jung αναφέρθηκε σε μια ψυχική ενέργεια ως κίνητρο κάθε συμπεριφοράς, που σκοπό έχει την κατάκτηση της εσωτερικής ισορροπίας, αναγνωρίζοντας και κατανοώντας εκ βάθους τα αντώνυμα αυτού του κόσμου (αγάπη – μίσος, ευτυχία – δυστυχία κ.ο.κ.). Ενώνοντας, λοιπόν, τα ετερώνυμα ένας άνθρωπος μπορεί να φτάσει στην ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του.
Ένα ακόμα σημείο που μεγάλωσε το ρήγμα μεταξύ του Freud και του Jung ήταν η θέση τους ως προς την ύπαρξη παραφυσικών φαινομένων. Ο μεν Freud αντιμετώπιζε αυτά τα φαινόμενα με σκεπτικισμό, ο δε Jung, όχι μόνο ήταν ανοιχτός στην όλη ιδέα, αλλά έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο κομμάτι της παραψυχολογίας, από το οποίο διαμορφώθηκε κι η αρχή της συγχρονικότητας.
Αδιαμφισβήτητα ήταν δύο άντρες που επηρέασαν εκ βάθρων τον τομέα της ψυχανάλυσης, ιδρύοντας νέα πεδία κι αλλάζοντας δραματικά τον τρόπο που μελετάμε τόσο την ανθρώπινη συμπεριφορά, όσο και την ανθρώπινη ύπαρξη ως ολότητα. Ίσως ο Freud να υπήρξε ένας ξεροκέφαλος μπαμπάς που δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ο γιος του έχει διαφορετικές απόψεις. Ή, ίσως, ο Jung να ήθελε να κοντραριστεί με το Freud και να κερδίσει μέρος της φήμης. Δεν το γνωρίζω. Εάν μια συνύπαρξη 5 ετών γέννησε τόσο ανατρεπτικά επιδραστικές θεωρίες, δεν μπορώ να φανταστώ τι θα συνέβαινε εάν η φιλία τους συνέχιζε για περισσότερα χρόνια.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου