Είναι σ’ εκείνα τα οικογενειακά τραπέζια, κάπου στο γυμνάσιο, που ανάμεσα στο τζατζίκι και τη χωριάτικη, αυτός ο θείος που βλέπεις μία φορά το χρόνο περνάει από το κλασσικό hit «Μα πόσο μεγάλωσες!» στο νέο single «Τι θα κάνεις όταν μεγαλώσεις;». Εσύ, από την άλλη, βρίσκεσαι μέσα στον κυκλώνα των εφηβικών ορμονών, βλέπεις το σώμα σου ν’ αλλάζει, προσπαθείς να βρεις τη θέση σου στον κόσμο κι η μόνη σκέψη που τριγυρίζει την τελευταία ώρα στο κεφάλι σου είναι αν το καινούριο σου τζιν, τελικά, σε παχαίνει. Προφανώς και δεν έχεις σκεφτεί τι θα κάνεις όταν μεγαλώσεις. Τι πιο φυσιολογικό σ’ αυτή την ηλικία, όχι μόνο να μη σκέφτεσαι το μέλλον, αλλά να μη σ’ ενδιαφέρει κιόλας!
Όμως, στα επόμενα χρόνια θα χρειαστεί ν’ αποφασίσεις. Το ίδιο το σύστημα θα σ’ αναγκάσει να πάρεις μία από τις πιο σοβαρές αποφάσεις της ζωής σου: πάνω σε ποιο αντικείμενο θες να σπουδάσεις ή αλλιώς, τι δουλειά θες να κάνεις. Κι ενώ ακόμα δεν έχεις δικαίωμα να υπογράφεις, να ψηφίζεις ή να οδηγείς, καλείσαι να επωμιστείς την ευθύνη μιας επιλογής που θα καθορίσει την πορεία της ζωής σου. Με τι κριτήρια; Πριν ακόμα κλείσεις τα 18, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θέλει να σπουδάσει. Γιατί έχουμε ελάχιστες πληροφορίες για τον κόσμο που απλώνεται πέρα από τα όρια του προαυλίου. Γιατί κανείς δε μας δείχνει την αφάνταστα μεγάλη ποικιλία των διαθέσιμων επαγγελμάτων. Αλλά πολύ περισσότερο γιατί η ανωριμότητα κι η απειρία είναι ίδιον αυτής της ηλικίας.
Κραδαίνοντας, λοιπόν, στο χέρι το απολυτήριο, στέκεσαι έξω από την καγκελόπορτα του σχολείου και νιώθεις ότι μπορείς να κατακτήσεις τον κόσμο. Και μαζί με την ψευδαίσθηση της αθανασίας, που με τα χρόνια φυσιολογικά θα εξασθενίσει, τα συναισθήματα αυτά τροφοδοτούν την περιπετειώδη φύση των σχεδόν ενηλίκων. Αυτή είναι η ψυχολογική ταυτότητα που περιγράφει τη –λίγο παραπάνω από- δεκαετία που ακολουθεί. Και, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να βιώνεται στο έπακρον, αντί να ξεκινά κατευθείαν το επόμενο στάδιο. Γιατί η αστείρευτη ενέργεια για ζωή και η μεγάλη ανοχή στα λάθη κάνουν τα χρόνια μεταξύ 18 και 30 ιδανικά για δοκιμές όλων των ειδών. Πόσο υπέροχο θα ήταν να μπορούσαμε να την εκμεταλλευτούμε για να μάθουμε πρώτα απ’ όλα τον εαυτό μας κι έπειτα, με τι θα θέλαμε ν’ ασχοληθούμε.
Τα χρόνια είναι παραπάνω από αρκετά για να γεμίσει η ψυχή με εμπειρίες μοναδικές και να ικανοποιηθεί κάθε εσωτερική ανάγκη για νέες γνωριμίες, νέες γνώσεις, νέα μέρη. Αλλά ο καιρός είναι, επίσης, υπεραρκετός για να βγούμε εκεί έξω και να μάθουμε τι είναι, τέλος πάντων, αυτή η «δουλειά». Έτσι, δίχως το βάρος των υποχρεώσεων της πλήρους ανεξαρτησίας θα ψηνόμασταν, χωρίς να καούμε, και θ’ αναγνωρίζαμε όχι μόνο πώς βγαίνουν τα χρήματα αλλά και τι είναι αυτό που θ’ άξιζε τόσο για ν’ αφιερώνουμε τουλάχιστον το 1/3 της κάθε μέρας μας.
Επιπλέον, μετά από τόσο χορταστικά χρόνια, δε θα μας κυνηγάνε οι ενοχές για όλ’ αυτά που δεν κάναμε. Δε θα υπήρχαν πια απωθημένα να μας τρώνε, αλλά ένα σωρό φωτογραφίες με τις πιο απολαυστικές και πιο γελοίες μας στιγμές. Κι έτσι, το επόμενο βήμα (των σπουδών) θα ήταν καλοδεχούμενο. Κι όχι μόνο αυτό. Θα ήμασταν απόλυτα προετοιμασμένοι. Η τρέλα κι ο παρορμητισμός των 20 θα έδινε τη θέση του στην υπευθυνότητα και την αποφασιστικότητα των 30. Θα ξέραμε τι θέλουμε και θα είχαμε πλέον όλα τα απαραίτητα εργαλεία και τις πληροφορίες να επιλέξουμε το αντικείμενο, να επικεντρωθούμε σ’ αυτό και ν’ αφεθούμε στη φιλοδοξία μας να μας οδηγήσει σ’ ένα καινούριο δρόμο.
Δε λέω, το σύστημα είναι έτσι φτιαγμένο –ίσως– για να μη «χάνουμε χρόνο». Αν θεωρούμε ότι η ζωή δεν ξεκινά από τη στιγμή που μπορούμε εμείς, δίχως βοήθεια, να πληρώσουμε τη ΔΕΗ και τον ΟΤΕ, τότε ναι το σύστημα μοιάζει λογικό: να σπουδάσουμε νωρίς, για να τελειώσουμε νωρίς, για να δουλέψουμε νωρίς, ώστε ν’ αποκτήσουμε την αυτονομία μας νωρίς. Να προλάβουμε, με δυο λόγια, να ζήσουμε. Αλλά αν η ιδέα αυτή ήταν επιτυχημένη, τότε ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας κι Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) δε θα κατέληγε στα εξής στατιστικά αποτελέσματα:
Στο τέλος της θεωρητικής διάρκειας των σπουδών (δηλαδή 4 ή 5 χρόνια για τις περισσότερες) μόνο το 38% των φοιτητών έχει πάρει πτυχίο, το 40% συνεχίζει, το 21% έχει παρατήσει τις σπουδές και το 1% έχει αλλάξει αντικείμενο. Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτοί οι αριθμοί δεν είναι καν ελληνικοί, αλλά παγκόσμιοι (Education at a Glance 2022). Άρα, μάλλον, κάπου υπάρχει σφάλμα.
Μακάρι, λοιπόν, να σπουδάζαμε στα 30. Και μέχρι τότε, να είχαμε μόνο μία υποχρέωση: να ζήσουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου