Την τελευταία χρονιά του σχολείου, ήρθε στην τάξη ένας καινούργιος συμμαθητής.
Ο Άλκης.
Ο καθηγητής μας τον σύστησε, λέγοντάς μας πως ήταν αριστούχος, και πως τέτοιοι μαθητές αποτελούν το μέλλον αυτής της χώρας.
Όλοι εντυπωσιαστήκαμε.
Όχι τόσο από τα κολακευτικά σχόλια του καθηγητή στο πρόσωπό του, αλλά από την εμφάνισή του.
Τίποτα από το παρουσιαστικό του δεν έμοιαζε να συνάδει με την περιγραφή.
Ήταν ψηλός και αδύνατος, σχεδόν καχεκτικός, και τα ρούχα του ήταν βρώμικα.
Φορούσε ένα σκισμένο τζην, μια ξεχειλωμένη μπλούζα, και τα κορδόνια των παπουτσιών του ήταν άλυτα.
Ξεστόμισε ένα «γεια», κι έκατσε μόνος του στο τελευταίο θρανίο.
Ο καθηγητής έσπευσε να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του, λέγοντας πως ήταν η «κρυάδα» της πρώτης μέρας.
Ο καιρός όμως κυλούσε κι εγώ σπάνια τον έβλεπα να μιλάει στα υπόλοιπα παιδιά.
Δεν συμμετείχε ούτε στην τάξη.
Ήταν μονίμως βυθισμένος στις σκέψεις του.
Κρατούσε μόνο ένα τετράδιο κι ένα μολύβι στα χέρια του, κι έγραφε συνέχεια.
Ήταν τόσο αμίλητος, που έκανε εντύπωση.
Για κάποιους κατέληξε αντικείμενο χλευασμού.
Για άλλους ήταν ο βρωμιάρης, μονόχνοτος κι αντικοινωνικός συμμαθητής.
Ήταν ο άνθρωπος που σχολιαζόταν από την παρέα της τάξης, όσο κανένας άλλος.
Για όλους ήταν κάτι.
Τα παιδιά σε αυτή την ηλικία κρίνουν πολύ αυστηρά, εμπιστευόμενα μόνο την όρασή τους.
Κι εκείνος το ήξερε, αλλά δεν ήρθε ποτέ σε αντιπαράθεση με κανέναν.
Αδιαφορούσε για όλους και για όλα.
Δεν βγήκε μία φορά για διάλειμμα στη διάρκεια της χρονιάς.
Δεν ήρθε κανένας να ρωτήσει για τις επιδόσεις του.
Δεν ήρθε ούτε στην πενταήμερη.
Κανένας από εμάς δεν μπήκε στη διαδικασία να τον πλησιάσει και να τον γνωρίσει καλύτερα.
Να τον ακούσει.
Ούτε καν οι καθηγητές.
Ο Άλκης, αυτό το αλλόκοτο παιδί, αρίστευσε στις Πανελλαδικές και πέρασε από τους πρώτους στη σχολή που επιθυμούσε.
Περνώντας τα χρόνια, έμαθα εντελώς τυχαία πως είχε έναν πατέρα που τον εγκατέλειψε όταν ήταν ακόμα μικρός. Και μία μάνα αδιάφορη, σχεδόν ανύπαρκτη, που από το αλκοόλ μόλις και μετά βίας μπορούσε να σταθεί στα πόδια της.
Κι εκείνος, μετά το τελευταίο κουδούνι του σχολάσματος, πήγαινε στη δουλειά.
Δούλευε σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων, για να καταφέρει να συντηρήσει τον εαυτό του και την αλκοολική μάνα του.
Γι’ αυτό τα ρούχα του ήταν βρώμικα και σκισμένα.
Ο Άλκης από πολύ μικρός αναγκάστηκε να ωριμάσει απότομα, καθώς έμαθε με τον πιο βίαιο τρόπο πόσο σκληρή είναι κάποιες φορές αυτή η ζωή με ορισμένους ανθρώπους.
Και η μοναξιά που επέβαλλε στον εαυτό του μαζί με το τετράδιο που είχε πάντα μαζί του, αποτέλεσαν για εκείνον μια ασπίδα προστασίας.
Μακριά απ’ όλους και απ’ όλα.
Μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον στο οποίο δεν πήρε κανένα εφόδιο για τη ζωή, κανένα γονεϊκό πρότυπο.
Δεν του έδειξε κανένας το σωστό δρόμο, τον έψαξε μόνος του.
Σ’ αυτό το δρόμο όμως δεν σχολίασε, δεν έκρινε ποτέ κανέναν.
Κι εμείς οι υπόλοιποι που είχαμε, υποτίθεται, τα πάντα, έχουμε μείνει ακόμα σ’ εκείνη την ηλικία, που κρίναμε τους ανθρώπους από την εμφάνισή τους.
Ακόμα και τώρα πιάνουμε τους εαυτούς μας να μην αποδέχονται το διαφορετικό.
Να χαρακτηρίζουμε έναν άνθρωπο μόνο από την εμφάνισή του.
Σπεύδουμε να κρεμάσουμε την ταμπέλα του «ιδιόρρυθμου», σε όποιον έχει διαφορετικές από τις δικές μας, αντιλήψεις για τη ζωή.
Ο μοναχικός, είναι καταθλιπτικός.
Ο νευρικός, είναι τρελός.
Ο ευχάριστος, είναι ελαφρόμυαλος.
Όλοι είναι κάτι.
Όταν όμως έρθει η ώρα να κρίνεις τον επόμενο, πριν καν τον «ταμπελώσεις», απλά κοιτάξου στον καθρέφτη και αναρωτήσου:
Εσύ τι είσαι;