Χριστούγεννα. Η μέρα που όλοι οι άνθρωποι μαζεύονται οικογενειακώς για να φάνε και να γιορτάσουν. Ανταλλάσουν δώρα, κάθονται δίπλα στο τζάκι, πίνουν και γελάνε δυνατά.
Στο σπίτι της Έφης εδώ και δύο χρόνια γιορτάζουν τα «Χριστούγεννα της φυγής».
Το δέντρο και φέτος είναι στολισμένο, αλλά χωρίς δώρα από κάτω. Στο τραπέζι υπάρχουν μόνο τρεις μερίδες κοτόπουλο και μία σαλάτα. Όλα ανέγγιχτα. Οι καρέκλες τέσσερεις, αλλά οι μερίδες τρεις. Για εκείνη και τα δύο παιδιά της.
Δεύτερη φορά κάνουν Χριστούγεννα μόνοι τους. Ο Παύλος τους εγκατέλειψε. Όχι επειδή βρήκε άλλη..
Δούλευε σε μία εταιρεία η οποία χρεοκόπησε κι όλοι οι υπάλληλοί της απολύθηκαν. Ήταν 43 χρονών και για ένα χρόνο δε μπορούσε να βρει δουλειά. Έκανε κάποιες περιστασιακές δουλειές, αλλά τα χρήματα που έπαιρνε έφταναν ακριβώς για να καλυφθούν τα έξοδα της ημέρας.
Στην ουσία, αυτή που συντηρούσε την οικογένεια ήταν η Έφη. Πλήρωνε ενοίκιο, λογαριασμούς και τα φροντιστήρια των παιδιών. Οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί. Ο Παύλος έμενε σπίτι να μαγειρεύει και να φροντίζει τα παιδιά κι εκείνη να δουλεύει δέκα και δώδεκα ώρες για να πάρει ένα πενιχρό μισθό.
Ο καιρός που περνούσε έκανε τον Παύλο να νιώθει εντελώς ανήμπορος, μιας και ήταν από τη μία πλήρως οικονομικά εξαρτημένος από εκείνη κι από την άλλη, δε μπορούσε να προσφέρει στα παιδιά του τα απαραίτητα. Έπρεπε να απλώσει το χέρι του για να του δώσει τα χρήματα για τα τσιγάρα και τα εισιτήρια του λεωφορείου. Η Έφη τον αγαπούσε. Δεν του παραπονέθηκε ποτέ. Ήξερε πως δεν ήταν τεμπέλης και πως στην Ελλάδα το να βρεις δουλειά σ’αυτή την ηλικία είναι σχεδόν ακατόρθωτο.
Παρατηρούσε όμως και τη σκέψη του να χάνεται πολλές φορές που ήταν όλοι μαζεμένοι κι έπρεπε να προσποιηθούν μπροστά στα παιδιά πως όλα είναι μια χαρά.
Κι όσο πλησίαζαν εκείνα τα Χριστούγεννα και τα παιδιά του ζητούσαν δώρα και γλυκά, ένιωθε την απόγνωση όλο και πιο κοντά του. Αισθανόταν ότι ήταν βάρος σ’εκείνα και την Έφη.
Το βράδυ που είχαν μαζευτεί για να γράψουν το γράμμα στον Άγιο Βασίλη, εκείνος πήγε σε άλλο δωμάτιο κι άρχισε να γράφει το δικό του. Εκείνο που εξηγούσε για ποιο λόγο τους εγκαταλείπει. Τους έλεγε ότι τους λατρεύει, αλλά μόνο χωρίς εκείνον θα είναι ευτυχισμένοι. Ότι τα έξοδά του θα μπορούσε να τα αξιοποιήσει η Έφη για να ψωνίσει και να φροντίσει τα παιδιά.
Κάπου στη μέση του γράμματος ανέφερε πως είχε φανταστεί αλλιώς τη ζωή του μαζί της, πως την παντρεύτηκε για να της προσφέρει μια άνετη ζωή αλλά τελικά δεν τα κατάφερε.
Την παρακαλούσε να μην τον μισήσει γιατί δεν έφευγε από δειλία, αλλά από αξιοπρέπεια. Θα επέστρεφε μόνο αν έβρισκε κάποια δουλειά όπου θα του έδινε πίσω το ρόλο του στην οικογένεια.
Έφυγε νύχτα, πριν ξυπνήσουν τα παιδιά για το σχολείο και η Έφη για να πάει στη δουλειά.
Δεν του κράτησε κακία. Εξήγησε μόνο στα παιδιά που ξύπνησαν το επόμενο πρωί και δεν τον βρήκαν, πως έφυγε για δουλειά στο εξωτερικό και θα γυρνούσε γρήγορα πίσω.
Ο καιρός κυλούσε με ψεύτικες κάρτες που έστελνε η Έφη ως Παύλος για να τα ξεγελάσει, συνοδευόμενα από δώρα που υποτίθεται πως είχε αγοράσει εκείνος.
Αυτά τα Χριστούγεννα όμως είχαν κάτι διαφορετικό. Μόλις η Έφη είχε βάλει το φαγητό στο τραπέζι και φώναξε τα παιδιά να πλύνουν τα χέρια τους και να καθίσουν, η πόρτα χτύπησε.
Ήταν ο «ξένος» των Χριστουγέννων.