Οχτώ το πρωί. Πηγαίνεις στη δουλειά. Έχει πολύ κόσμο και όλοι παραπονιούνται για κάτι. Βλέπεις τη συνάδελφο που δεν είναι καλά γιατί το παιδί της είχε χθες το βράδυ πυρετό. «Όλα θα πάνε καλά» της λες κι αρχίζεις το θέατρο για να ξεχαστεί. Της λες εκείνη την ιστορία από τις διακοπές στους Παξούς και για εκείνον τον Ιταλό που γνώρισες και που σε μία βδομάδα διακοπών κοντέψατε να παντρευτείτε.
Εκείνη ξεκαρδίζεται, σου λέει ότι είσαι μεγάλο καρναβάλι και συνεχίζει τη δουλειά της.
Έντεκα η ώρα κι έρχεται ασθενής με καρκίνο. Εσύ του λες πως «όλα θα πάνε καλά» αραδιάζοντάς του ένα σωρό ψέματα για να του δώσεις ελπίδα για τους τελευταίους μήνες ζωής που του απέμειναν. Σου λέει πως θέλει να προλάβει να παντρέψει το παιδί του κι εσύ του λες πως βιάστηκε να πάρει εκείνη αντί για σένα. Γελάει δυνατά και σου λέει πως μόλις γίνει καλά θα ’ρθει να σε βρει για να του φτιάξεις πάλι τη διάθεση.
Το δράμα και η κωμωδία είναι όψεις του ίδιου νομίσματος.
Τέσσερις το μεσημέρι και σχολάς. Η παρέα είναι έξω για φαγητό και πηγαίνεις να τους βρεις. Είναι όλοι κουρασμένοι από τη δουλειά μ’ ένα παράπονο στο στόμα. Αλλάζεις τη συζήτηση μιμούμενη εκείνη την κυρία που κάθεται απέναντι και που από τα bottox έχει πλέον μόνιμη τη χαρά, κυριολεκτικά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
Αμέσως μετά θα σου ζητήσουν να τους κάνεις και την αντίδραση της φίλης σου εκείνο το βράδυ που ήσασταν έξω και η στριπτιτζού την έπεσε στον άντρα της.
Γέλα παλιάτσο. Γέλα, γιατί το χιούμορ είναι το όπλο των άοπλων ανθρώπων. Αυτό που θα σε βοηθήσει να χαμογελάσεις με την κατάσταση που σε κάνει να υποφέρεις.
Η ώρα κοντεύει εφτά και κανείς δε λέει να σηκωθεί από το τραπέζι. Έχουν πιει όλοι εκτός από σένα. Κάθε που η συζήτηση πάει να σοβαρέψει εσύ σκέφτεσαι την αμέσως επόμενη ιστορία για να τους κάνεις να ξεχάσουν. «Όλα θα πάνε καλά» τους λες και συνεχίζεις.
«Είσαι η χαρά της ζωής» σου λέει ο τύπος από το διπλανό τραπέζι που με τους φίλους του σε παρακολουθούν. Μόλις χώρισε, και το διασκεδάζει ακούγοντάς σε.
«Αυτοί που κλαίνε, συνέρχονται πιο γρήγορα απ’ αυτούς που χαμογελούν. Όλα θα πάνε καλά» του λες αφοπλιστικά και συνεχίζεις την παράσταση.
Ετοιμάζεσαι να φύγεις γιατί έχεις κουραστεί κι έρχεται η φίλη σου που μόλις απολύθηκε. Αρχίζεις και πάλι το θέατρο, λέγοντάς της εκείνη την ιστορία με τις παντόφλες που κόπηκαν περνώντας μπροστά από το καφέ που σύχναζε ο πρώην και που έσερνες το πόδι σου λες κι είχες πάθει εγκεφαλικό.
Εκείνη σου ζητά να της το αναπαραστήσεις μέσα στο μαγαζί. Δεν αρνείσαι. Τι σόι παλιάτσος είσαι;
Μετά από λίγο αρχίζει να κλαίει. Την αγκαλιάζεις και της λες «όλα θα πάνε καλά». Δώδεκα το βράδυ και γυρίζεις σπίτι. Η μοναδική ώρα της ημέρας που δε χρειάζεται να προσποιηθείς για τίποτα.
Βάζεις ένα ποτό και κλείνεις όλα τα φώτα. Είσαι εντελώς μόνος. Εσένα σήμερα δε σ’ έκανε κανείς να χαμογελάσεις. «Όλα θα πάνε καλά» ξεστομίζεις, και πίνεις την πρώτη γουλιά.
«Ωραία, πείσε και τον εαυτό σου τώρα».