Ο Σταύρος και η Ελένη ζούσαν σ’ ένα πολύ μικρό χωριό.
Ήταν γύρω στα πενήντα και οι δύο. Δούλευαν τη γη από τα ξημερώματα και γυρνούσαν αργά το βράδυ σπίτι, σιωπηλοί και κατάκοποι. Τα πρόσωπά τους ήταν χαραγμένα από ρυτίδες, και στην έκφρασή τους υπήρχε πάντα ένα παράπονο. Όχι από κούραση, όχι. Αλλά από τον καημό τους, για τις άκαρπες προσπάθειες που κατέβαλλαν όλα αυτά τα χρόνια για να γεμίσει το σπίτι τους από μια παιδική φωνή.
Από μια φωνή που θα έδιωχνε όλη τους την κούραση στο τέλος της μέρας, και μια αγκαλιά που θα τους αντάμειβε για το μόχθο τους.
Προσπαθούσαν χρόνια να υιοθετήσουν ένα παιδί.
Στην Ελλάδα όμως η διαδικασία είναι γολγοθάς.
Απαιτείται η συμμετοχή κοινωνικών λειτουργών και άλλων αρμοδίων, προκειμένου να διαπιστωθεί πως το περιβάλλον στο οποίο θα ζήσει το προς υιοθεσία παιδί είναι το κατάλληλο.
Όμως οι διαδικασίες μπορεί να διαρκέσουν κι ολόκληρα χρόνια, λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος από γονείς, με αποτέλεσμα πολλοί να απογοητεύονται από την επιλογή αυτής της οδού.
Ο Σταύρος και η Ελένη περίμεναν πολλές φορές υπομονετικά στην αίθουσα αναμονής κάποιου ιδρύματος, μαζί με άλλους υποψήφιους γονείς.
Έβλεπαν τα παιδάκια να παίζουν, περιμένοντας για μια οικογένεια που θα τους προσφέρει ένα σπίτι, και τη θαλπωρή που στερήθηκαν.
Περίμεναν υπομονετικά για ν’ ακούσουν από την κοινωνική λειτουργό ένα τεράστιο «όχι».
Αν δεν έχεις μορφωθεί, αν ζεις σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό, αν δεν είσαι πλούσιος, ή αν θέλεις να μεγαλώσεις ένα παιδί μόνος σου, θεωρείσαι ανάξιος. Μπαίνεις αυτόματα στη «μαύρη λίστα».
Δεν μπορείς να του προσφέρεις εφόδια για τη ζωή. Θαρρείς και η αγάπη μετριέται σε λεφτά.
Η ανάγκη και η απελπισία τους όμως, για ν’ αγκαλιάσουν και να δώσουν όλη τους την αγάπη σ’ ένα πλάσμα, ξεπερνούσε νόμους και γραφειοκρατίες.
Έφτασαν μέχρι τη Βουλγαρία.
Κατέφυγαν σ’ αυτή την έσχατη λύση, μετά από χρόνια προσπαθειών για κύηση ή υιοθεσία με τους νομικά και ηθικά αποδεκτούς τρόπους, που τελικά δεν ευόδωσαν.
Εκεί έχει στηθεί η μεγαλύτερη «βιομηχανία» με κατά παραγγελία εγκυμοσύνες ή εισαγωγές εγκύων. Το εμπόριο της ελπίδας.
Μητέρες, οι οποίες έχουν πουλήσει τα παιδιά τους και συνειδητά μένουν έγκυες, ώστε να έχουν και πάλι «εμπόρευμα» για να πουλήσουν και στους Έλληνες.
Αφού γεννήσουν, τα δίνουν έναντι ποσών από 15.000-30.000 ευρώ. Δεν κρατάνε όμως εκείνες όλα τα χρήματα. Η ταρίφα του κυκλώματος, κυμαίνεται μεταξύ 10.000 και 20.000 ευρώ.
Σε κάποιες περιπτώσεις Νοσοκομείων, γιατροί που είναι μέσα στο κύκλωμα δηλώνουν το παιδί νεκρό, στερώντας το από τη βιολογική του μητέρα έναντι αδρού χρηματικού ποσού, που θα καταβάλουν οι υποψήφιοι γονείς.
Άλλες φορές πάλι, μαθαίνουν από πρώτο χέρι αν μια εγκυμοσύνη ανύπαντρης γυναίκας ή με οικονομικά και ψυχολογικά προβλήματα είναι ανεπιθύμητη. Στο δίλημμα να «ρίξει» το παιδί, ο γιατρός προτείνει το δέλεαρ της ανταλλαγής του με αντίτιμο χρηματικό ποσό. Κάποιος έχει αναλάβει «έρευνα αγοράς» για να βρει ενδιαφερόμενο άτεκνο ζευγάρι. Η συμφωνία κλείνεται με υψηλό τίμημα.
Με τη γέννηση του παιδιού η οικογένεια το παίρνει κοντά της και ένας δικηγόρος αναλαμβάνει τη νομική κάλυψη.
Η Ελένη όμως δεν ήθελε να στερήσει το παιδί καμίας μάνας.
Ούτε η συνείδησή της θα άντεχε ότι το παιδί της θα είναι «προιόν» αρπαγής.
Είχε δει πολλές φορές στις ειδήσεις για ανήλικα παιδιά ή βρέφη που εκλάπησαν από τους βιολογικούς τους γονείς και δόθηκαν για υιοθεσία.
Για μητέρες που κίνησαν γη και ουρανό για να τα βρουν.
Εκείνη το μόνο που ήθελε ήταν να κρατήσει στην αγκαλιά της, όσα η πολιτεία της είχε στερήσει για χρόνια. Θα το αποκτούσε μέσω κάποιας που έβλεπε την εγκυμοσύνη ως «ψυχρό εμπόριο». Που θα πληρωνόταν γι’ αυτό.
Πόσες μάνες όπως η Ελένη δεν μπήκαν στη διαδικασία της παρά – υιοθεσίας;
Γυναίκες που θέλουν να φροντίσουν ένα παιδί, (ακόμα και μόνες τους), που άλλες το αντιμετώπισαν ως χαρτονόμισμα.
Να τους προσφέρουν ανιδιοτελή αγάπη κι ένα σπίτι, που το ίδιο το κράτος τους τη στέρησε.
Μόλις το κράτησε στην αγκαλιά της, ένιωσε σα να είχε στα χέρια της ολόκληρο τον κόσμο.
Σε όλη τη διαδρομή για το σπίτι δεν έπαψε να κλαίει.
Όλοι οι ατελέσφοροι κόποι της αυτά τα χρόνια ανταμείφθηκαν εκείνη τη στιγμή.
Θα το μεγάλωνε και θα του πρόσφερε όλα όσα θα του στερούσε η βιολογική του μάνα.
Ναι, το απέκτησε παράνομα. Ίσως πάλι και να το γλίτωσε απ’ αυτούς που αργότερα θα το χρησιμοποιούσαν για σωματεμπορία.
Καταπάτησε δεοντολογίες και κανόνες, αλλά δεν την ένοιαζε.
Γιατί το παιδί της, το μονάκριβό της, δεν θα ήταν πια παιδί ενός κατώτερου Θεού.