Δυο ξαπλωμένα σώματα ακουμπισμένα το ένα πάνω στο άλλο.
Δυο καρδιές που χορεύουν στον ίδιο ρυθμό.
Βλέμματα που συναντώνται με τόσο πάθος, θαρρείς και είναι η τελευταία φορά.
Συναισθήματα που δυσκολεύονται να βγουν από τα χείλη, γιατί ίσως χάσουν την αξία τους.
Πόση δύναμη κρύβει μια τέτοια στιγμή;
Μια στιγμή που δεν θα’θελες να βρίσκεσαι οπουδήποτε αλλού, γιατί όλος σου ο κόσμος κρατιέται μέσα σε δυο άλλα χέρια.
Παλεύεις με το χρόνο, που κυλάει αμείλικτα εναντίον σου, γιατί πολύ σύντομα, ακόμα μία «στιγμή» μαζί του θα τελειώσει.
Και μετά θα μείνει ένα σώμα.
Θα μείνει μία καρδιά. Μόνο που δεν ο χτύπος της δεν θα’ναι ο ίδιος, γιατί τον ρυθμό τον έδινε εκείνος.
Θυμώνεις με τον εαυτό σου, γιατί για άλλη μια φορά δείλιασες.
Γιατί κόμπιασες ξανά στο «σ’αγαπώ».
Φοβήθηκες την απάντηση ή την απουσία της.
Έτρεμες στην ιδέα της σιωπής που θα ακολουθούσε.
Αν σε αγαπούσε κι εκείνος, θα ήσασταν μαζί.
Τα μαξιλάρια στο κρεβάτι θα ήταν πάντα δυο και οι καρδιές σας θα ηχούσαν συγχρονισμένα.
Μην βιαστείς να τον χαρακτηρίσεις «ανεκπλήρωτο έρωτα», που κάποτε η λήθη θα σβήσει.
Εδώ υπάρχει κάτι πιο βαθύ, πιο ουσιώδες, πιο μοναδικό.
Η αγάπη δεν έρχεται μόνο μέσα από την καθημερινή τριβή.
Ποιος είναι αυτός ο άγραφος νόμος, που σου απαγορεύει να αγαπάς κάποιον που δεν σου ανήκει;
Και αυτές οι στιγμές που μοιραστήκατε, δεν μετράνε;
Αλλά όχι, έρχονται αυτοί οι άγραφοι νόμοι, των μη και των πρέπει και σου κλειδώνουν το στόμα.
Και παίρνουν θέση οι λέξεις στο λαιμό και σου θρονιάζονται και ανάσα δε μπορείς να πάρεις, από όσα «σ’αγαπώ», δεν τόλμησες να πεις.
«Σ’αγαπώ, γιατί κατοίκησες στην ψυχή μου»
«Σ’αγαπώ, γιατί το χάδι σου ξύπνησε το χαμόγελό μου»
«Σ’αγαπώ, γιατί ο χτύπος της καρδιάς σου, έγινε το αγαπημένο μου τραγούδι»
«Σάγαπώ, γιατί στα μάτια σου καθρεφτίστηκε ο πιο όμορφος εαυτός μου»
«Σάγαπώ γι’αυτή τη μικρή στιγμή που ζούμε»
Ο κόμπος είναι ακόμα στο λαιμό και στην καρδιά σου.
Μένεις μόνο να τον κοιτάς σιωπηλά να φεύγει, όπως όταν ήρθε.
Η πόρτα κλείνει κι εσύ σκέφτεσαι να τρέξεις να τον προλάβεις.
Να τον κοιτάξεις και να το παραδεχτείς. Τον αγαπάς που να πάρει.
Τον αγαπάς, όσο δεν αγάπησες τίποτα άλλο στη ζωή σου.
Όχι για τις λίγες ώρες ηδονής που μοιράζεστε.
Αλλά για εκείνο, το τρυφερό χάδι στα μαλλιά.
Για εκείνα τα μακριά δάχτυλα που αγγίζουν το πρόσωπό σου με ευλάβεια, λες και είσαι εύθραυστη πορσελάνινη κούκλα.
Για εκείνες τις αγκαλιές, που είναι τόσο διαφορετικές από αυτές που είχες συνηθίσει.
Για τις συζητήσεις, που σε ταξίδεψαν σε μέρη που μόνο ο νους μπορεί να πάει.
Για τα μάτια που μαρτυρούν, όσα το στόμα δεν μπορεί.
Τα σκέφτεσαι, αλλά δεν τρέχεις ξωπίσω του.
Το χέρι σου είναι κολλημένο στο χερούλι της πόρτας.
Φοβάσαι.
Και τι δεν θα’δινες για να την ανοίξεις, και να τον δεις μπροστά σου.
Να τον δεις να περιμένει να ακούσει όσα σκέφτεσαι.
Να σου πει ότι κι εκείνος φοβάται, όσο εσύ.
Μα γιατί δεν γινόμαστε χείμαρρος;
Πόσο θ’αφήσουμε ακόμα το σαράκι της αμφιβολίας να μας τρώει;
Σβήνεις τα φώτα και πέφτεις να κοιμηθείς.
Τώρα φωνάζεις «σ’αγαπώ» σ’ένα άδειο, σκοτεινό δωμάτιο.
Εσύ πόσα έθαψες απόψε;