Υπάρχουν κι εκείνες οι στιγμές που νομίζεις πως όλος ο κόσμος σου ανήκει. Κλείνεις τα μάτια κι όλα έρχονται στο προσκήνιο, σαν χτες. Ξεχνιέται εκείνο το πρώτο σου γλυκό ψέμα που αποτέλεσε και κινητήρια δύναμή σου; Τότε που πίστεψες πως μπορείς να κάνεις τα πάντα. Και ξέρεις γιατί; Επειδή πέρασες απ’ το ανεπανόρθωτα επιζήμιο σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων.

Διάβαζες και κατάφερες ν’ απομνημονεύσεις όλη την ύλη αυτών των μονομερών κι ανεκδιήγητων εξετάσεων που καθορίζουν τη ζωή σου. Αρχίζεις να θυμάσαι; Τότε που σε πίεζαν οι γονείς σου κι οι καθηγητές σου να διαβάζεις.

Μα τι λέξη κι αυτή; Νομίζω πως εκείνη τη χρονιά αυτή τη λέξη την είχα ακούσει σε όλες τις εγκλίσεις: «Διαβάζω», «Να διαβάσεις», «Διάβασε.» Κάθε μέρα, επί μήνες. Κι όμως πέρασε, όπως περνούν όλα.

Και τώρα είναι που κλείνω τα μάτια, θυμάμαι το τέλος των πανελλαδικών. Ανακούφιση κι ύπνος. Ύπνος και φαγητό. Φαγητό και καφέδες. Καφέδες κι ατέλειωτοι νυχτερινοί έξοδοι. Και πάλι απ’ την αρχή. Τότε είναι που νομίζεις πως μπορείς να κάνεις τα πάντα. Γιατί τώρα σου ανοίγεται ένας άλλος δρόμος. Πρωτόγνωρος.

Αυτός των φοιτητικών χρόνων. Αυτός που περίμενες. Αυτός που σχεδίαζες απ’ τη Β’ Λυκείου. Συνομιλώντας με τους συμμαθητές σου στα διαλείμματα, με τους καθηγητές σου στο φροντιστήριο και με τους γονείς σου όπου βρεθείς κι όπου σταθείς για το τι θα κάνεις στη ζωή σου. Τότε που έλεγες, χωρίς καλά-καλά εσύ να γνωρίζεις για τα σχέδιά σου. Αυτά τα πολυπόθητα σχέδια των δεκαοχτώ.

Μια ηλικία, πολλές αναμνήσεις. Άλλες σκόρπιες κι άλλες καλά σφηνωμένες στο μυαλό, όπως οι πρώτες διακοπές. Τότε που με θράσος ζήτησες «τα δικαιωματικά δικά σου» χρήματα για να πας διακοπές –αν ήσουν απ’ τους τυχερούς– ή δούλεψες παροδικά για να τα βγάλεις, ώστε να πας κάπου «να ξεκουραστείς».

Μετάφραση: Σκιάθος-Πάρος-Μύκονος. Μεσημεριανό ξύπνημα για μπάνιο μέσα στο καταμεσήμερο στην πιο hot παραλία κρατώντας το πλαστικό ποτήρι με το ποτό σου, φορώντας το γυαλί μέσα στη θάλασσα και κοιτώντας δεξιά κι αριστερά χωρίς να σε νοιάζει τίποτα.

Δε σ’ ένοιαζε που μόλις ξύπνησες κι άκουγες τέρμα τη μουσική. Δε σ’ ένοιαζε που η φωνή σου είχε κλείσει απ’ το ανελέητο repeat όλων των τραγουδιών που ξεφώνιζες. Δε σ’ ένοιαζε που κοιμόσουν τις πρώτες πρωινές ώρες. Γιατί; Επειδή ήταν οι πρώτες σου διακοπές. Με την παρέα σου. Να γιατί.

Ώσπου το καλοκαίρι πέρασε, τ’ αποτελέσματα των πανελλαδικών βγήκαν και τώρα πρέπει να νοικιάσεις το πρώτο σου διαμερισματάκι για ν’ ακολουθήσεις την επαγγελματική σου επιλογή. Μάλλον λάθος. Να σου νοικιάσουν το πρώτο σου διαμερισματάκι. Κι όχι μόνο. Να σου στέλνουν και το μηνιαίο τσεκ για να πορεύεσαι καθημερινά. Ποιοι άλλοι; Οι γονείς σου.

Αυτοί που σ’ έσπρωξαν μ’ ό,τι είχαν και δεν είχαν στα φροντιστήρια για να περάσεις εκεί που ήθελες. Αυτοί που χαρήκαν περισσότερο κι από ‘σένα τον ίδιο με τα αποτελέσματα. Αυτοί που κουράστηκαν να ψάχνουν τέλη Αυγούστου σπίτι για να στο νοικιάσουν – να ‘ναι στο κέντρο και κοντά στη σχολή κι ό,τι άλλο βολεύει το παιδί τους.

Κι εσύ νιώθεις να σφύζεις απ’ ανεξαρτησία. Κοιτάς αγέρωχα τους φορτοεκφορτωτές και μαλώνεις με τη μαμά σου για τη διάταξη των πραγμάτων σου. Μόνο που δε σε πληροφόρησαν καλά. Τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Για την επομένη τετραετία τουλάχιστον, αυτοί θα βάζουν το χέρι βαθιά στην τσέπη κι εσύ θα λες «ευχαριστώ». Αυτοί θα πριμοδοτούν κάθε ανάγκη σου είτε είναι στα πλαίσια της σχολής σου είτε λέγεται απλά φοιτητικός καφές.

Θέλω να πιστεύω πως κάπου εκεί στο τρίτο-τέταρτο έτος αρχίζεις να αισθάνεσαι πως δεν είσαι ανεξάρτητος ούτε αυτόνομος. Και ξέρεις γιατί δεν είσαι; Επειδή αυτά τα λεφτά δεν παύουν να ‘ναι μια επένδυση πάνω σου, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι δικά σου.

Τα δικά σου λεφτά είναι ιερά. Ο πρώτος σου μισθός αρχίζει και σου κλείνει το μάτι για ένα νέο κύκλο. Εκείνον της ανεξαρτησίας. Είναι τότε που ξαφνικά τα λεφτά έχουν αξία και σκέφτεσαι δυο φορές αν θα τα πετάξεις δεξιά κι αριστερά σε αχρείαστα πράγματα ή θα τα ξοδέψεις κάπου με σύνεση. Γι’ αυτά τα λεφτά κουράστηκες πνευματικά, ψυχολογικά, σωματικά.

Τώρα πλέον σκέφτεσαι, νιώθεις και προπάντων σχεδιάζεις. Το μέλλον κυρίως. Ένα ποτό, ένα φαγητό, ένα ταξίδι. Ό,τι εσύ θέλεις. Χωρίς να ρωτήσεις κανέναν. Χωρίς να γυροφέρνεις τη συζήτηση νιώθοντας άβολα, ζητώντας γι’ ακόμη μια φορά σπόνσορα.

Τώρα δεν έχεις να ρωτήσεις κανέναν και δεν έχεις να μοιραστείς καμία σκέψη σου για τη διαδρομή των χρημάτων σου. Ακούγεται τόσο ρηχό αλλά και τόσο αληθινό. Η ρεαλιστική όψη των πραγμάτων σε προλαβαίνει.

Δε θα πω ψέματα. Ωραίο το έτοιμο. Έτοιμο φαγητό, έτοιμο πλυμένο σιδερωμένο ρούχο, έτοιμο στρωμένο κρεβάτι. Αλλά σαν τον προσωπικό αγώνα για την ανεύρεση εργασίας κι απόδειξης στον εαυτό σου και μόνο σ’ αυτόν δεν είναι. Απόδειξη πως μπορείς να τα καταφέρεις εκεί έξω χωρίς τη μαμά και τον μπαμπά για πρώτη φορά στη ζωή σου. Θαρρώ πως δε συγκρίνεται με τίποτα το συναίσθημα αυτό.

Αυτά τα πρώτα χρήματά σου, χτυπάνε την πόρτα της αυτοσυντήρησης κι αυτοκυριαρχίας σου. Άνοιξέ την και διεκδίκησε ό,τι έχεις φανταστεί. Θα δεις πως όχι απλά θα σ’ αρέσει αλλά θα γίνει αναγκαιότητά σου. Κι ίσως η ημέρα της πληρωμής να ‘ναι και μια απ’ τις χαρές της ζωής σου. Ίσως.

 

Επιμέλεια Κειμένου Όλγας Παραπραστανίτη: Κατερίνα Καλή

Συντάκτης: Όλγα Παραπραστανίτη