Το πιο βαθύ και άηχο συναίσθημα είναι ο φόβος. Αυτό το γκριζωπό και ανολοκλήρωτα μοχθηρό κύμα που δε σε συνθλίβει, ούτε σε σκοτώνει αλλά σε κατατρώγει αργά και βασανιστικά.

Στο μαρτύριο του φόβου υποκύπτεις με τρόπο που δεν αντιλαμβάνεσαι, με τρόπο που δε γίνεται αντιληπτός απ’ τη συνείδησή σου, σε καθημερινή βάση. Kάτι σαν το φαγητό που τρως για να επιβιώσεις.

Είναι τότε που επηρεάστηκες όσο ποτέ απ’ τις φοβίες της κολλητής σου, τα κόμπλεξ του πρώην σου, τα είδωλα που προβάλλονται ασταμάτητα με επίκεντρο την προσωπικότητά τους. Είναι φορές που όλα σε ωθούν να τα μιμηθείς. Μια κακιά μίμηση.

Αυτό επιθυμούσες για τη ζωή σου; Ένα τσουβάλι άγχη και κακής ποιότητας πρότυπα απ’ την εξωτερική έως την εσωτερική σου υπόσταση; Μ’ αυτά τα λίγα και ξένα είσαι ευχαριστημένος;

Ο καθοδηγητής της ζωής σου είσαι μόνο εσύ. Αυτονόητο μεν αλλά λησμονείς πως τα λεγόμενα των συνανθρώπων σου είναι κυρίως τροφή για σκέψη και όχι αυτόματη αλλαγή της ύπαρξής σου. Όχι αυτόματη αποδοχή των φόβων του άλλου, ακόμη και της μητέρας σου.

Ήρθε η στιγμή να διαχωρίσεις στο μυαλό σου τη συμβουλή απ’ το φόβο που, χωρίς να το καταλάβεις, υπάρχει κίνδυνος να σου μεταδώσουν.

Έχουμε μάθει κι έχουμε συνηθίσει να ζούμε με την ύπαρξη πολλαπλών σωστικών μηχανημάτων μ’ αποτέλεσμα τα μπρατσάκια να είναι απαραίτητα σε κάθε μας κολύμπι. Δε βουτάμε στα βαθιά νερά, απλά τα κοιτάμε απ’ τη στεριά.

Δεν είμαστε σίγουροι για τίποτα πέραν αποδεδειγμένων αξιών. Ακόμη και όταν λέμε «σε εμπιστεύομαι», «δε φοβάμαι, δε σε φοβάμαι» είναι ψέμα. Δεν έχουμε συνηθίσει να μας δένουν τα μάτια και να εμπιστευόμαστε το χέρι του άλλου για να προχωρήσουμε στο δρόμο. Φοβόμαστε γιατί μας έμαθαν να φοβόμαστε.

Ο γεμάτος κόμπλεξ άνθρωπος διακατέχεται κυρίως απ’ το συναίσθημα του φόβου. Φοβάται να γελάσει, να νιώσει ελεύθερος και ζωηρός, ν’ αγαπήσει και πέφτει συνέχεια θύμα της μιζέριας και των αυθαίρετων λόγων που επινοεί ή και επιδιώκει να μάθει. Εκεί βρίσκει την χαρά και την ουσία της ύπαρξής του.

Φοβάσαι να αποδεχτείς το διαφορετικό. Σκοτώνεις τους γενναίους, τους ρομαντικούς και τσακίζεις τη σκέψη σου. Δεν ακούς τη μελωδία της ζωής, δεν παθιάζεσαι, δε στεναχωριέσαι, δεν αυτοταπεινώνεσαι αλλά μόνο προσέχεις.

Προσέχεις και κρατάς σαν φυλαχτό τους φόβους με τους οποίους σ’ ανέθρεψαν για να γαλουχήσεις έτσι την επόμενη γενιά. Αγωνιάς, δεν πιστεύεις. Κάθε μέρα φοβάσαι περισσότερο. Και αν δεις στα μάτια μου πως εγώ δε φοβάμαι, πως εγώ δε σε φοβάμαι, επιθυμείς να με εξαφανίσεις. Σίγουρα δε μπορείς να με βλέπεις. Σου θυμίζω μια ζωή που δεν έχεις, που δε θα ‘χεις ποτέ.

Η ζωή είναι αντιμετωπίσιμη μόνο όταν την κοιτάς ίσια μέσα στα μάτια, ίσος προς ίσο. Είναι τέχνη να αξιοποιείς κάθε πληροφορία που δέχεσαι και να την απορρίπτεις μετά ή όχι. Τα τ΄ρία τέταρτα απ’ αυτά που δεχόμαστε κάθε μέρα είναι απλά απορρίμματα.

Αποδέχομαι την άγνοιά μου στα περισσότερα ζητήματα αλλά δε φοβάμαι να την ανατρέψω. Δε φοβάμαι να απαντήσω και να με δεις απέναντί σου. Δε φοβάμαι να παραδοθώ, να κάνω ρυτίδες, να αναρωτηθώ, να ψάξω, να τρέξω, να φάω, να μαλώσω. Ό,τι έχει βάσεις δε διαλύεται όσο και να ταράξεις τα θεμέλιά του. Μη φοβάσαι να το κάνεις, μόνο έτσι θα μάθεις.

Έχουμε πόλεμο με τα στενόμυαλα και κακοπροαίρετα μυαλά. Είμαστε σε παντοτινό πόλεμο με τα συναισθήματα κατώτερης ποιότητας όπως ο φόβος. Αυτός ο πόλεμος δεν τελειώνει ποτέ. Δε μπορείς ν’ ασπαστείς την ανοησία και τη λιποψυχία. Μη συνθηκολογήσεις με τον εχθρό όση σιγουριά και να σου παρέχει!

Ο Χαλίλ Γκιλμπράν στον «Προφήτη» είναι ξεκάθαρος: «Ποιος έβαλε την πόρτα; Ποιος έχτισε τους τοίχους γύρω σου και σε περιόρισε; Ο φόβος. Κάθε άνθρωπος είναι τόσο μικρός όσο ο φόβος που αισθάνεται. Ποιος φόβος; Ο φόβος ότι κινδυνεύεις. Ο φόβος να ανοιχτείς. Ο φόβος να αισθανθείς. Ο φόβος ότι αν αγαπήσεις θα γίνεις ευάλωτος και μπορεί να πληγωθείς. Και πράγματι έτσι είναι. Πολλές φορές θα πληγωθείς. Δεν υπάρχει όμως άλλος δρόμος που να οδηγεί στην ευτυχία.»

 

Επιμέλεια κειμένου Όλγας Παραπραστανίτη: Ελευθερία Παπασάββα.

Συντάκτης: Όλγα Παραπραστανίτη