Οι άνθρωποι είναι σαν πολλά διαφορετικά μικρά αστεράκια σ’ έναν απέραντο ουρανό, κάπως έτσι ξεκινούσαν οι ιστορίες της μητέρας μου. Τότε που ήμουν μικρή, τότε που πίστευα τα πάντα, αρκεί να είχαν όμορφο τέλος.

Και πίστευα πως οι άνθρωποι είναι όντως αστεράκια που άλλοτε συναντιούνται μεταξύ τους κι άλλοτε απομακρύνονται. Όμως πρέπει, λάθος –τα μισώ τα «πρέπει»–,  όμως θέλουν να συναντιούνται όλοι μαζί να μιλάνε, να γνωρίζονται, να παίρνουν και να δίνουν, να εκνευρίζονται, να μαλώνουν και να τα ξαναβρίσκουν. Έτσι η αγάπη τους γίνεται πιο δυνατή, πιο καθαρή.

Τι νόημα θα είχε το σωστό αν δε γινόταν πρώτα ένα λάθος; Τι αξία θα είχε το δίκαιο αν δε βλέπαμε πρώτα το βάλτο της αδικίας; Πώς θα διακρίναμε την ομορφιά αν δε γνωρίζαμε τη μιζέρια της ασχήμιας, της μικρότητας και των κόμπλεξ;

Το θέμα λοιπόν είναι η διάκριση κι όχι η αποδοχή της υποκρισίας και του ψέματος. Το θέμα είναι η παίδευση του μυαλού κι όχι η εκπαίδευση στη φαυλότητα, στην ευκολία και στη μισαλλοδοξία.

Τα όρια είναι λεπτά, το σκοινί τεντωμένο κι όσο μεγαλώνεις, τόσο βλέπεις ξεκάθαρα πως αυτά τα αστεράκια απομακρύνονται όλο και πιο πολύ το ένα από τ’ άλλο. Κοιτάς τον ουρανό και το καθένα φωτίζει μόνο του, σε απόσταση από το άλλο. Δίχως να το ενοχλεί, δίχως να ενοχλείται, λες και έτσι είναι καλύτερα, ασφαλέστερα.

Κι εγώ το κάνω κι εσύ το κάνεις, όλοι το κάνουμε. Οι λόγοι δεν είναι πολλοί. Ψάξε και θα δεις πως είναι ένας κι αδιαπραγμάτευτος, κυρίαρχος όλων και προπάντων της ίδιας της υπόστασής σου: Ο φόβος.

Θαρρείς κι αν κοιτάξεις καλύτερα στο φως θα δεις στο κορμί σου αποτυπώματα ανθρώπων, τα σημάδια τους. Αγκαλιές μισοτελειωμένες από φίλους, φιλιά ξεθωριασμένα από εραστές. «Σ’ αγαπάω» που έκαψες κι αντίο σαν βαριές αλυσίδες που λύγισαν τα πόδια σου. Τώρα σε έκαναν να κλειδαμπαρώσεις τις πόρτες σου και να κατεβάσεις τα ρολά της καρδιάς σου.

Φοβάμαι, φοβάσαι, φοβόμαστε τους ανθρώπους. Ιδίως εκείνους που σε πλησίασαν γρήγορα με κομπλιμέντα, δεν τους εμπιστεύεσαι. Δε χαμογελάς στον χιλιοειπωμένο κολακευτικό λόγο τους αλλά γυρνάς την πλάτη σου και φεύγεις.

Δε σε πείθει η επιφανειακή τους προσέγγιση. Αισθάνεσαι ότι τα έχεις ξανακούσει, πως ακούς τα ίδια από διαφορετικά στόματα. Δε θες. Θες να σταματήσουν να σε κοιτάζουν, να ζητούν τη φιλία σου, τον έρωτά σου αυτοί οι επιφανειακοί άνθρωποι.

Πιο πολύ φοβάμαι τους ανθρώπους που μου είπαν γρήγορα το «σ’ αγαπάω» τους. Τους υπερόπτες και τους επιφανειακά καλούς κι αστείους. Δε θες άλλη ρηχότητα, άλλους βολεμένους ανθρώπους με τα ατσαλάκωτα ρούχα τους και το υπερσύγχρονο κινητό τους.

Τους φοβάσαι αυτούς, σε πλήγωσαν αυτοί. Γυάλιζαν με το ωραία περιτύλιγμά τους και με τα αστραφτερά αλλά βρομερά παπούτσια τους καταπάτησαν και τα συναισθήματά σου. Τώρα πια μπορεί να μην έχουν ταμπέλες αλλά αναγνωρίζεις τον αβάσιμο και πλαστό  λόγο τους.

Προσδοκείς, θέλεις, αναζητάς εκείνους τους πολυπόθητους διαφορετικούς ανθρώπους στη ζωή σου. Υπάρχουν αυτές οι εξαιρέσεις που δε φαίνονται, δε διατυμπανίζουν πως είναι σωστοί αλλά είναι αληθινά διαμάντια. Είναι ήρεμες δυνάμεις, έτοιμες να διεκδικήσουν την παρέα σου, ένα κομμάτι απ’ τη ζωή σου με ένα γοητευτικό και συνάμα έξυπνο τρόπο, δίχως να σε φοβίσουν, δίχως να θορυβήσουν.

Αγαπώ τους λιγομίλητους, τους μαζεμένους, τις πράξεις τους και την τέχνη τους να ακούνε τους άλλους. Δύσκολο να τους βρεις, πιο δύσκολο να τους κρατήσεις. Τα μάτια τους αστράφτουν, δεν τους αρέσει η χυδαιότητα της βιασύνης, τα γρήγορα, ξενέρωτα πράγματα.

Δεν μπορείς να τους τμηματοποιήσεις. Άνθρωποι σοβαροί με χιούμορ και στοχευμένο λόγο. Δε τους νοιάζει αν γελάσεις μαζί τους επειδή δεν ντύνονται με την τελευταία λέξη της μόδας. Δεν τους νοιάζει ποιος έχει τον τελευταίο λόγο σε μια συζήτηση αρκεί να βγει ένα συμπέρασμα. Ξέρουν τι θέλουν.

Με αυτούς τους ανθρώπους δεν αξίζει απλά να συναναστρέφεσαι, αξίζει να τους έχεις στην καρδιά σου. Αυτοί οι άνθρωποι δε φορούν μάσκες, δεν είναι συμφεροντολόγοι ούτε όμως ηλίθιοι.

Μην απορείς αν υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι. Δεν είναι όλα μαύρο-άσπρο, εσύ καθορίζεις τη δική σου παλέτα χρωμάτων. Εσύ ζωγραφίζεις το δικό σου ξεχωριστό πίνακα επιλογών, κανένας άλλος. Αν λοιπόν η ζωή ήταν χρώμα, τότε ποιο θα ήταν το δικό σου;

 

Επιμέλεια Κειμένου Όλγας Παραπραστανίτη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Όλγα Παραπραστανίτη