Σε μια ανδροκρατούμενη –θεωρητικά τουλάχιστον– κοινωνία, η θέση της γυναίκας έχει βελτιωθεί σε ένα μεγάλο βαθμό συγκριτικά με το παρελθόν. Αγώνες, κινητοποιήσεις, οργανισμοί, θεσμοί, φορείς και νόμοι έχουν δημιουργηθεί με το σκοπό αυτό.
Όταν ακούμε τη λέξη «κακοποίηση», η σκέψη μας πηγαίνει στη γυναικεία, που ευτυχώς έχει προβληθεί πολύ, είτε μέσα από διαφημίσεις είτε από συλλόγους που έχουν ιδρυθεί για την ευαισθητοποίηση και την αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου.
Είναι γεγονός πως η γυναίκα έχει απ’ τα πολύ παλιά χρόνια κακοποιηθεί στην ιστορία της λόγω καθαρής διάκρισης φύλου κι υποτίμησης της θέσης της. Τα χρόνια, όμως, πέρασαν, οι καταστάσεις –κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές– σε όλο σχεδόν τον κόσμο έχουν κάνει μεγάλα βήματα αλλαγής και προόδου.
Τι γίνεται, όμως, με τη θέση του άντρα; Υπάρχει κι αντρική κακοποίηση. Γιατί δεν είναι τόσο γνωστή; Μήπως έχουν πέσει θύματα της ίδιας της πορείας που είχαν χαράξει οι άντρες για την εικόνα τους;
Για έναν άντρα είναι δύσκολο να παραδεχτεί και να καταγγείλει την κακοποίησή του από μια γυναίκα. Είναι ένα γεγονός που δε θα αντιμετωπιστεί με τον ίδιο τρόπο συγκριτικά με το αν μιλούσαμε για μια κακοποιημένη γυναίκα. Στη μια περίπτωση ίσως και να γελούσαμε περιπαιχτικά, στη δεύτερη θα το βλέπαμε με ευαισθητοποιημένη διάθεση να βοηθήσουμε το θύμα και να κατακρίνουμε τον θύτη. Δεν είναι έτσι;
Όπως στην κακοποίηση των γυναικών, έτσι και στην κακοποίηση των αντρών, έχουμε δυο βασικές μορφές. Τη σωματική και την ψυχολογική. Έρευνα απ’ το Πανεπιστήμιο Αιγαίου (2006-2008) σε 250 άντρες, 280 γυναίκες και 142 ζευγάρια έδειξε ότι το 34,7% των παντρεμένων αντρών κακοποιούνται και το παραδέχτηκαν το 32,4% των γυναικών οι οποίες δεν ήταν σε άμυνα, όπως είπαν οι ίδιες.
Η σωματική κακοποίηση στον άντρα μπορεί να προκαλέσει εξίσου σοβαρούς τραυματισμούς, ακόμα κι αν αυτή προέρχεται απ’ το θεωρητικά και στερεοτυπικά ασθενές φύλο, τη γυναίκα. Είναι πολύ σπάνιο να καταγγείλει το συμβάν ένας άντρας για λόγους ως ένα βαθμό ευνόητους. Όταν δούμε μια γυναίκα με μαυρισμένο μάτι είναι εύκολο να σκεφτούμε πως ίσως είναι θύμα κακοποίησης. Το ίδιο δεν ισχύει στην περίπτωση ενός άντρα.
Η κακοποίηση, όμως, που είναι κι η πιο συνηθισμένη, ειδικά στη χώρα μας, είναι η ψυχολογική. Ψυχολογική κακοποίηση δέχονται ένα μεγάλο μέρος των αντρών στην Ελλάδα, κυρίως οι έγγαμοι με παιδιά. Ζουν κάτω από ένα καθεστώς το οποίο ενισχύεται ακόμα κι απ’ το άμεσο συγγενικό περιβάλλον τους. Αρκετοί ανακαλύπτουν πως με τη σύντροφό τους δεν έχουν πλέον καλή σχέση ή και καθόλου. Όμως στην πορεία του κοινού βίου τους απέκτησαν παιδιά. Αν δεν είναι επιθυμία της συντρόφου το διαζύγιο, οι πιθανότητες να γίνει αποδέκτης ο άντρας μιας άσκημης συμπεριφοράς, με μοχλό πίεσης την ύπαρξη του παιδιού, είναι πολλές.
Η γυναίκα που δεν αποδέχεται το διαζύγιο, νιώθοντας προδομένη και με συναισθήματα αρνητικά στρέφει τις περισσότερες φορές τα παιδιά εναντίον του πατέρα. Κάτι τέτοιο, βέβαια, είναι τελικά επιζήμιο για το ίδιο το παιδί. Ο άντρας, λοιπόν, όταν είναι και συναισθηματικός, ατονεί μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο κι υποχωρεί. Ακόμα κι οι γονείς του ενδέχεται να μην είναι υποστηρικτικοί.
Υπάρχουν περιπτώσεις αντρών όπου ανέχονται την άσκημη συμπεριφορά της γυναίκας τους μόνο και μόνο επειδή είναι η μητέρα του παιδιού τους. Φοβούνται ότι η προοπτική ενός διαζυγίου θα προκαλέσει προβλήματα στη σχέση τους με το παιδί. Και το ίδιο θα χρησιμοποιηθεί ως μοχλός πίεσης απ’ την ίδια του τη μητέρα.
Ο πατέρας έχει το ρόλο του «δυνατού» στην οικογένεια και κατά περιπτώσεις αυτός ο ρόλος μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του. Ποιος δε θα ακούσει με συμπάθεια μια μητέρα να λέει «μας εγκατέλειψε», άσχετα αν ο πατέρας αυτός χώρισε απ’ τη μητέρα των παιδιών του κι όχι απ’ τα παιδιά του, μιας και στις υποχρεώσεις του είναι παρών και συνεπής.
Δυστυχώς, στα ελληνικά δικαστήρια υπάρχουν πολλές περιπτώσεις πατεράδων που διεκδικούν το αυτονόητο: να έχουν σχέση με τα παιδιά τους. Και να μην είναι η μητέρα τροχοπέδη στη σχέση αυτή. Πολλές είναι οι γυναίκες που θα πρέπει να καταλάβουν ότι εμποδίζοντας τη σχέση παιδιού με πατέρα είναι σαν να κάνουν δώρο στα ίδια τους τα παιδιά μια ζωή ευνουχισμένη και γεμάτη κενά.
Δεν είναι λύση κι η υποχώρηση απ’ τη μεριά του πατέρα. «Δεν αλλάζω τη ζωή μου γιατί φοβάμαι». Με αυτό τον τρόπο μαθαίνει στα παιδιά του να μην είναι δυνατοί άνθρωποι και να μη διεκδικούν μια καλύτερη ζωή, αυτήν που αξίζουν.
Με υπομονή και σωστή καθοδήγηση από ειδικό όλα μπορούν να έχουν καλύτερη εξέλιξη. Ακόμα κι οι περιπτώσεις που φαντάζουν ως απροσπέλαστες και πολύ δύσκολες, όταν εξ αρχής αντιμετωπιστούν με μεθοδικότητα τιθασεύονται.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη