Πολύ συχνά ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα συγκεκριμένο δίλημμα τόσο στην επαγγελματική μας ζωή όσο και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Ποιο είναι αυτό; Το αν θα δώσουμε την πολυπόθητη «δεύτερη ευκαιρία» στον άλλο άνθρωπο, φίλο, συνεργάτη ή σύντροφο. Αλλά ποιος μας εγγυάται ότι σε αυτούς τη δίνουμε τη δεύτερη ευκαιρία και όχι σ’ εμάς, από φόβο μην αποδειχτεί ότι η αρχική μας επιλογή δεν ήταν όντως η σωστή;
Εκ των πραγμάτων η δεύτερη ευκαιρία δεν αφορά μόνο εμάς ή μόνο τον άλλο άνθρωπο. Αντίθετα, αφορά ταυτόχρονα και τους δύο, αφού προϋποθέτει αμοιβαία και αδιάκοπη προσπάθεια. Επιπλέον, δεν είναι απαραίτητο να είναι ξεκάθαρο λεκτικά ότι δίνουμε μια δεύτερη ευκαιρία σε κάποιον. Η επαναπροσέγγιση, η εμπιστοσύνη που θα δείξουμε και η δεκτικότητά μας να τον ακούσουμε σημαίνουν από μόνες τους ότι έχουμε τη διάθεση να μην εγκαταλείψουμε τη σχέση αυτή αλλά είμαστε πρόθυμοι να την κάνουμε να πετύχει ακόμη και τώρα.
Αν αναλογιστούμε μερικές από τις δεύτερες ευκαιρίες που έχουμε δώσει κατά καιρούς, θα ανακαλύψουμε ότι δε δόθηκαν πάντα επειδή ο άλλος το είχε ανάγκη, αλλά πολύ περισσότερο επειδή το είχαμε εμείς. Μπορεί να θέλαμε να νιώσουμε ότι έχουμε «το πάνω χέρι» κι ότι εμείς αποφασίζουμε για το μέλλον της σχέσης αυτής. Λες και μας έδωσε κάποιο προβάδισμα το λάθος του και το βλέπουμε ανόητο να μην το εκμεταλλευτούμε. Άλλοτε το κάναμε με σκοπό να «τιμωρήσουμε» το άλλο πρόσωπο για το στραβοπάτημα που έκανε και χαιρόμαστε που μας δίνεται, με τις ευλογίες του, η ευκαιρία να πάρουμε το αίμα μας πίσω. Όμως ο άλλος μπορεί πράγματι να θέλει να επανορθώσει, να εξηγήσει και να επανεκτιμήσει τη στάση του, γι’ αυτό ας το σκεφτούμε προσεκτικά εάν τα κίνητρα τα δικά μας είναι να τον βοηθήσουμε να τα κάνει όλα αυτά ή να εκδικηθούμε.
Έχουν δίκιο όσοι πιστεύουν ότι είμαστε περίεργα πλάσματα οι άνθρωποι κι εγωκεντρικά. Η ενασχόληση με τον εαυτό μας δεν είναι απαραίτητα αρνητική, εάν φυσικά δούμε τον εγωκεντρισμό σαν ευκαιρία καλλιέργειας και όχι ικανοποίησης του εγωισμού μας. Στην περίπτωση της δεύτερης ευκαιρίας, δεν ωφελεί να τον θρέψουμε παρέχοντας στην άλλη πλευρά κάτι που αποτελεί προϊόν της προσπάθειάς μας να φανεί ότι κάνουμε τις σωστές επιλογές· ή μάλλον, πως δεν κάνουμε ποτέ τις λάθος. Γιατί τη δεδομένη στιγμή που τις κάναμε, μπορεί όντως να ήταν οι κατάλληλες. Κι αν αργότερα οι άνθρωποι τους οποίους εμπιστευθήκαμε δε φάνηκαν αντάξιοι των προσδοκιών μας, δεν πρέπει απαραίτητα να αισθανόμαστε υπεύθυνοι ή ένοχοι. Δε χρειάζεται να τρέχουμε να μας κρεμάσουμε την ταμπέλα του κακού ενστίκτου κι ούτε να νιώθουμε πως πρέπει να απολογηθούμε σε όσους ίσως «μας τα έλεγαν» νιώθοντας ξαφνικά υποδεέστεροι. Πολύ απλά αρκεί να σκεφτούμε ότι εμείς είμαστε υπεύθυνοι μόνο για τα δικά μας λεγόμενα και πράξεις. Για τις ευκαιρίες που δώσαμε κι όχι για το πώς τις διαχειρίστηκαν όσοι τις πήραν.
Και τι γίνεται με τις δεύτερες ευκαιρίες που ζητάμε; Μπορεί να είμαστε εν τέλει εμείς εκείνοι που θέλουμε να μας δείξουν κατανόηση και συγχώρεση. Ποια είναι όμως τα κίνητρά μας και γιατί πραγματικά ζητάμε να επανορθώσουμε;
Ό,τι κι αν είναι αυτό που οδηγεί εκεί, μήπως πρέπει να δούμε τους λόγους που μας οδήγησαν να δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία και που μπορεί να μη σχετίζονται απαραίτητα με κάτι έξω από εμάς; Μήπως τελικά και οι άλλοι δεν έχουν καμία ανάγκη των ευκαιριών που τους δίνουμε αλλά εμείς οι ίδιοι έχουμε άμεση ανάγκη να τις δώσουμε;
Όλες οι «δεύτερες ευκαιρίες» που δόθηκαν, καλώς δόθηκαν. Κι αυτοί που επέλεξαν να μην τις δώσουν, πάλι καλώς επέλεξαν. Κι αυτό γιατί στη δεύτερη περίπτωση αυτοί που τις ζήτησαν έρχονται αντιμέτωποι με τις συνέπειες όσων οι ίδιοι προκάλεσαν στη ζωή τους. Αυτοί που φάνηκε ν’ αποφασίζουν τελικά για το μέλλον της σχέσης ήρθαν μάλλον με τη σειρά τους αντιμέτωποι με δυο επιλογές: να δώσουν συγχώρεση στους άλλους ή στον εαυτό τους. Συγχώρεση για λάθη που έληξαν τη σχέση ή για λάθος εκτιμήσεις που της επέτρεψαν ν’ ανθίσει. Γιατί η παροχή δεύτερης ευκαιρίας σε κάποιον μπορεί τελικά να σημαίνει ό,τι και η συγχώρεση για τον Max Lucado «να ξεκλειδώνεις την πόρτα για να απελευθερώσεις κάποιον και να αντιλαμβάνεσαι ότι ο φυλακισμένος ήσουν εσύ».
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη