Θα έχετε παρατηρήσει ότι το να κατανοήσουμε τους άλλους και να τους συναισθανθούμε απαιτεί πολύ μεγαλύτερο κόπο και προσωπική εργασία από το να τους κρίνουμε. Το δεύτερο πάντα μας βγαίνει πιο εύκολα και δεν απαιτεί συναισθηματική προσπάθεια. Σαφώς και η κρίση είναι ένα εξαιρετικό χαρακτηριστικό, αφού μας επιτρέπει να ζυγίζουμε καταστάσεις και να επιλέγουμε κάθε φορά το πιο ωφέλιμο στοιχείο για να αποκομίσουμε, ωστόσο, ποια είναι η χρησιμότητά της στις διαπροσωπικές μας σχέσεις;
Πριν απαντήσουμε, ας εξετάσουμε την «ελαφρότητα του κρίνε» σε σχέση με τους φίλους μας. Ακόμη και όταν δεν το καταλαβαίνουμε, επικρίνουμε τις επιλογές τους στον ερωτικό τομέα και την επιλογή κατάλληλου συντρόφου και συχνά τους επηρεάζουμε αρνητικά, αφού τείνουμε να αραδιάζουμε ένα σωρό εικασίες για το νέο πρόσωπο που μπήκε στη ζωή τους, εάν τύχει να διαφωνούμε με την επιλογή τους. Ακόμη και όταν συμφωνούμε όμως, πολλές φορές χωρίς καν να μας ζητηθεί, μιλάμε ανοιχτά στους φίλους μας για τις σχέσεις τους. Αυτό βέβαια δεν είναι κακό ούτε μεμπτό, δεδομένου ότι οι φίλοι έχουν το δικαίωμα να κρίνουν τις επιλογές μας, όπως άλλωστε κι εμείς εκείνων. Ή μήπως όχι;
Οι επικρίσεις μας συχνά επεκτείνονται και στους ανθρώπους που έχουμε επιλέξει να είναι συνοδοιπόροι μας. Άλλοτε κρίνουμε τις υπόλοιπες σχέσεις τους με την οικογένεια και τα οικεία τους πρόσωπα και άλλοτε τις προηγούμενες επιλογές συντρόφων τους. Σε όλους έχει συμβεί να πούμε τη γνώμη μας, αλλά αυτό που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή είναι ο τρόπος με τον οποίο θα την εκφράζουμε και οι λέξεις που θα χρησιμοποιήσουμε για το σκοπό αυτό. Και γιατί να κάνουμε κάτι τέτοιο; Γιατί η συνεχής έκφραση της άποψής μας για τις επιλογές που κάνει το ταίρι μας αναπόφευκτα θα οδηγήσει και στη μεταξύ μας αξιολόγηση όσον αφορά στη σχέση μας. Κι αυτό είναι ορισμένες φορές το μοιραίο λάθος που κάνουμε.
Κανείς, φίλος ή σύντροφος, δε θέλει να γίνεται αποδέκτης μιας διαρκούς κριτικής για τα πεπραγμένα του. Όχι μόνο επειδή δημιουργείται αρνητικό κλίμα στους εμπλεκόμενους, αλλά και επειδή η χωρίς μέτρο κριτική κρύβει προσωπικές ανεπάρκειες και κόμπλεξ. Κάθε φορά που αισθανόμαστε κατώτεροι σε έναν τομέα, θέλοντας να κρύψουμε τις αδυναμίες μας, εσκεμμένα δίνουμε υπερβολική έμφαση στο τι λέει ή τι δε λέει ο σύντροφός μας για τη σχέση μας. Αντί, λοιπόν, να του κάνουμε έκπληξη και να του ετοιμάζουμε ένα όμορφο δείπνο, εμείς τον περιμένουμε εκνευρισμένοι και τον επικρίνουμε για όσα θεωρούμε ότι έχει κάνει λάθος. Αντί να ψάξουμε την αιτία της δικής μας άσχημης ψυχολογικής κατάστασης, ρίχνουμε το φταίξιμο σ’ εκείνον και του το λέμε χωρίς να έχει προηγηθεί καμία αυτοκριτική. Αντί να τον επαινούμε για όσα κάνει, τον κατακρίνουμε για όσα δεν κάνει. Μήπως χρησιμοποιούμε αυτή την τακτική για να καλύψουμε δικό μας λανθασμένο χειρισμό μιας κατάστασης; Μήπως μας αρέσει να γκρινιάζουμε, νομίζοντας ότι έτσι θα αποποιηθούμε των ευθυνών μας ή μήπως φτάσαμε στο σημείο κάτι που αρχικά μας άρεσε στον άνθρωπό μας τώρα να μας εκνευρίζει;
Πολλές φορές, μετά τη λήξη της σχέσης λέμε φράσεις όπως «τελικά, δε μου άξιζε» ή «δεν ήταν κατάλληλος σύντροφος για μένα», προσπαθώντας να διαχειριστούμε την απόρριψη, προβαίνοντας έστω και εκ των υστέρων σε αξιολογήσεις που σκοπό βέβαια έχουν να μας ανεβάσουν στα μάτια των κοινών γνωστών και να κρύψουν και τη δική μας ευθύνη για το χωρισμό. Ίσως αρνούμαστε να αποδεχθούμε την απόρριψη και ρίχνουμε το φταίξιμο στον άλλο, σε μια ύστατη προσπάθεια να αξιολογήσουμε τον εαυτό μας θετικά και το πρώην ταίρι μας αρνητικά. Βρίσκουμε λάθη και ανεπάρκειες σε όσους τομείς μπορέσουμε, για να κρύψουμε το θυμό και τη δική μας ανικανότητα να διατηρήσουμε τη σχέση μας.
Ακόμη κι μπροστά σε μια απόρριψη από πιθανό σύντροφο, προφασιζόμαστε ένα εκατομμύριο λόγους που τον οδήγησαν να μας απορρίψει. Λέμε, δηλαδή, ότι εν τέλει δεν είχε τα κατάλληλα προσόντα για μας ή εκφράσεις του τύπου «δεν κάνει αυτή για μένα» ή «ήταν πολύ επιπόλαιος», δίνοντας ελάχιστη ή και καθόλου έμφαση στους πραγματικούς λόγους απόρριψης, μόνο και μόνο για να εκλογικεύσουμε το γεγονός ότι δε μας ήθελε για συντρόφους. Είναι βέβαια κι αυτή μια αντίδραση στα πλαίσια του χρονικού διαστήματος που θέλουμε να χωνέψουμε τη χυλόπιτα και να ξεπεράσουμε την άρνησή μας. Ξέρουμε όμως μέσα μας καλά πως όταν κρίνουμε- ακόμη και κάποιον που επιθυμούμε- έντεκα φορές στις δέκα επιδιώκουμε να συγκαλύψουμε δικές μας προσωπικές ανασφάλειες. Εξάλλου, εάν θεωρούμε ότι κάποιος δε μας ενδιαφέρει ή «δεν κάνει για μας» για οποιοδήποτε λόγο, δεν απαιτείται καν να ασχοληθούμε έστω και αξιολογώντας τον αρνητικά.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι με το να επικρίνουμε τους (υποψήφιους) συντρόφους μας δεν κερδίζουμε στα μάτια κανενός και δεν εξελισσόμαστε στις σχέσεις μας. Αντίθετα, επιβεβαιώνουμε την θεωρία του A. Adler για το σύμπλεγμα κατωτερότητας που πιθανά προηγείται των αντιδράσεών μας, αλλά και όλους τους ψυχολόγους που θεωρούν την «άρνηση» ως έναν από τους βασικότερους μηχανισμούς άμυνας.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.