Είναι γεγονός ότι οι σχέσεις μας μας καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό. Για την ακρίβεια, θα έλεγε κανείς ότι μας σμιλεύουν τόσο σε συμπεριφορά και αντιδράσεις όσο και στη στάση που έχουμε σε όλο το φάσμα της ζωής μας. Και το κάνουν αυτό είτε πρόκειται για σχέσεις φιλικές και εργασιακές είτε για (πολύ) προσωπικές.

Οι αντιδράσεις μας συχνά ποικίλουν. Κάποιες φορές γινόμαστε πιο κυνικοί, άλλοτε πιο συγκαταβατικοί και αρκετά συχνά ανεκτικοί ως προς τη συμπεριφορά των άλλων απέναντί μας. Όποιος έχει μια ερωτική σχέση για καιρό, ιδιαίτερα για χρόνια, διαπιστώνει και (μάλλον) συμφωνεί ότι η σχέση περνά αναπόφευκτα από διάφορα στάδια, μέχρι να φανεί αν μπορεί να αντέχει ή όχι.

Στην αρχή, έρχεται ο έρωτας και όλα είναι όμορφα, αλλά καθώς η σχέση προχωρά ο έρωτας μεταμορφώνεται σε δέσιμο και αγάπη. Συχνά, λοιπόν, βλέπουμε ζευγάρια σε μεγαλύτερες ηλικίες που τα θαυμάζουμε, τα χαιρόμαστε ή τα ζηλεύουμε -με την καλή έννοια- που καταφέρνουν να είναι ευτυχισμένα παρά τα τόσα χρόνια κοινής πορείας. Αυτό που μας διαφεύγει όμως είναι ότι κι αυτά τα ζευγάρια ίσως χρειάστηκε να περάσουν από πολλές δύσκολες καταστάσεις, ώστε να αποκτήσουν μια υγιή και τόσο δυνατή σχέση.

Ακριβώς εκεί βρίσκεται πολύ συχνά το λάθος που κάνουμε ως εξωτερικοί παρατηρητές: κρίνουμε τους άλλους, αγνοώντας τη δική τους οπτική για τη σχέση τους και κυρίως την πραγματικότητα που βιώνουν και που εμείς εκλαμβάνουμε ως προβολή του δικού μας εγώ. Με άλλα λόγια, γινόμαστε επικριτικοί, με ή χωρίς τη λεκτική συγκατάθεση του ζευγαριού, βγάζοντας βιαστικά και ανυπόστατα συμπεράσματα. Και το αστείο είναι ότι το κάνουμε αυτό ενώ εμείς οι ίδιοι, οι ξερόλες, απέχουμε για καιρό από μια ερωτική (μακροχρόνια) σχέση.

 

 

Είναι σαν να βρισκόμαστε στο βάθρο μας, κρίνοντας τα πάντα χωρίς να εμπλεκόμαστε συναισθηματικά με κάποιον και λέγοντας τα κακώς κείμενα, προσποιούμενοι ότι εμείς δεν κάνουμε σχέση γιατί «έχουν αλλάξει όλα προς το χειρότερο στις μέρες μας», ενώ στην πραγματικότητα δεν κάνουμε γιατί μάλλον δεν τα βρίσκουμε με κανέναν. Για παράδειγμα, είναι πολύ εύκολο να κρίνουμε τον σύντροφο της φίλης μας που δεν της πήρε δώρο στα γενέθλιά της ή εκείνη όταν προτιμά Σάββατο το βράδυ να βγαίνει με τις φίλες της, αλλά δε σκεφτόμαστε ότι ο πρώτος μπορεί να της κάνει δώρα σε άσχετες στιγμές και η δεύτερη να επιλέγει μόνο ένα βράδυ την εβδομάδα να περάσει χωρίς τον σύντροφό της.

Παράλληλα, λέμε με τρόπο άκομψο τι θεωρούμε ότι πρέπει να γίνεται στις σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη μας μεμονωμένα περιστατικά κι όχι τι συμβαίνει καθημερινά στη σχέση. Συγκεκριμένα, αν ένα ζευγάρι μετά από δέκα χρόνια κοινής ζωής χωρίσει, τείνουμε να προτάσσουμε ως αιτία κάποιο τρίτο πρόσωπο, χωρίς να κατανοούμε ότι τα χρόνια επέφεραν μια σχετική φθορά. Ακόμη όμως και εάν υπάρχει κάποιο τρίτο πρόσωπο, το οποίο στη συνέχεια εξαφανιστεί και οι πρώην σύντροφοι καταλάβουν ότι ήταν λάθος ο χωρισμός, εμείς θεωρούμε απαράδεκτη μια επιστροφή στα παλιά, γιατί τα πράγματα δεν ήρθαν στη ζωή του ζευγαριού ιδανικά.

Πρέπει να κατανοήσουμε ότι τα θέλω αλλάζουν και ότι δεν είμαστε αλάνθαστοι. Στην περίπτωση που το ζευγάρι χωρίσει οριστικά με όποια αφορμή, ας πάψουμε να προσάπτουμε στους εμπλεκόμενους λάθη ή να ψάχνουμε να βρούμε αιτίες, γιατί ανεξάρτητα με το αποτέλεσμα οι άνθρωποι αυτοί έζησαν και καλές στιγμές, πήγαν ταξίδια, βίωσαν τον έρωτα και αποκόμισαν πλήθος θετικών εμπειριών, κάτι που αποδεικνύει ότι η σχέση καλώς έγινε.

Όσοι, λοιπόν, κρίνουμε επιφανειακά τις σχέσεις των άλλων απέχοντας από το «άθλημα», καλό θα ήταν να αφήσουμε κατά μέρους την άποψή μας και να καταλάβουμε ότι οι σχέσεις είναι ζωντανοί οργανισμοί κι έχουν τα πάνω τους και τα κάτω τους. Εξάλλου, όπως είπε και ο Φ. Ντοστογιέφσκι, «μερικά πράγματα δεν μπορεί κανείς να τα κρίνει αν δεν τα έχει δοκιμάσει μόνος του».

Συντάκτης: Εύη Λεγάτου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.