«Ζήτησε να βρει τον συνηθισμένο του τρόμο, μα δεν τον βρήκε πια. Πού είν’ αυτός; Ποιος; Ο θάνατος; Μα δε φοβότανε πια, γιατί κι ο θάνατος δεν υπήρχε πια. Αντί για το θάνατο, έβλεπε το φως». Μεταλαμβάνοντας το σώμα και το αίμα του Κυρίου, ο Ιβάν Ιλίτς είχε νικήσει τον φόβο του για τον θάνατο. Τον πιο καίριο φόβο που μας ακολουθεί ήδη από τη γέννησή μας και, σύμφωνα με τη «θεωρία διαχείρισης του τρόμου», μας ωθεί να προσεταιριζόμαστε σε ομάδες, αποζητώντας να τον ξορκίσουμε. Αυτός ο φόβος δρα ως κινητήριος δύναμη για να ζήσουμε μια ζωή γεμάτη νόημα και είναι ίσως ο πιο δυνατός μας φόβος. Δυστυχώς για εμάς, ωστόσο, στο ταξίδι μας στη ζωή θα έρθουμε αντιμέτωποι και με άλλους τους οποίους θα κληθούμε να ξεπεράσουμε εάν θέλουμε να κατακτήσουμε όσα επιθυμούμε.
Το συναίσθημα του φόβου, βέβαια, είναι εξαιρετικά χρήσιμο, αφού μας προστατεύει από επικείμενους κινδύνους και βοηθά στην επιβίωσή μας στη γη. Η ύπαρξή του λοιπόν είναι αναγκαία και για τη δική μας ύπαρξη. Ωστόσο, ο φόβος συχνά μετατρέπεται σε φοβία, είναι δηλαδή παράλογος. Το άγχος μας για τις κατσαρίδες, η αεροφοβία -φόβος για τα αεροπλάνα- ή η αδυναμία μας να εκτεθούμε μπροστά σε κόσμο δεν είναι τίποτα άλλο από ανησυχίες που υφίστανται χωρίς να υπάρχει πραγματικός λόγος που να δικαιολογεί τον φόβο μας. Ο έντονος φόβος -τρόμος- ότι θα συμβεί κάτι πολύ άσχημο λειτουργεί ορισμένες φορές και ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Η βεβαιότητά μας, για παράδειγμα, ότι θα χάσουμε τη δουλειά μας μπορεί να μας ωθεί να μιλάμε απότομα στους συναδέλφους, να αργούμε να προσέλθουμε στο χώρο ή να είμαστε αγενείς με τους πελάτες. Συμπεριφερόμαστε, δηλαδή, σαν να την έχουμε ήδη χάσει και έτσι η αρχική μας βεβαιότητα επιβεβαιώνεται.
Μεγαλώνοντας, παρατηρείται ότι οι φόβοι μας ίσως αυξάνονται λόγω του πολύπλοκου τρόπου ζωής μας, αλλά και της οικογένειάς μας, που όσο μεγαλώνει μας δημιουργεί μαζί με τις χαρές και άγχος για το μέλλον. Η συμβουλή από ειδικούς είναι πολύτιμη και επαρκής να μας βοηθήσει, αλλά για να μη φτάσουμε να την έχουμε ανάγκη, καλό θα είναι να οχυρωθούμε καλά. Πώς; Αυτή είναι μια καλή ερώτηση!
Αυτό που αξίζει να εξετάσουμε είναι πώς ερμηνεύουμε εμείς τις απειλές, πώς τις αντιλαμβανόμαστε και τι πρέπει να κάνουμε για τον εκάστοτε φόβο μας. Καταρχάς, πρέπει να αναγνωρίσουμε τι είναι αυτό που μας προκαλεί τον φόβο, εάν είναι παράλογος και κατά πόσο μπορούμε να τον αποτρέψουμε. Κατόπιν, πρέπει να σκεφτούμε πόσες πιθανότητες υπάρχουν να πραγματοποιηθεί και πώς θα δράσουμε σ’ αυτήν την περίπτωση. Όμως, πόσες φορές οι φόβοι ή οι φοβίες μας πραγματοποιήθηκαν; Κι αν όντως έγινε αυτό, τι κάναμε; Προφανώς τους ξεπεράσαμε! Οπότε, ήδη γνωρίζουμε τον τρόπο να βρούμε ισορροπίες. Πέρα από εμάς όμως υπάρχουν και οι δικοί μας άνθρωποι που σίγουρα θα θελήσουν να μας βοηθήσουν, αρκεί να ξέρουμε σε ποιον θα στραφούμε για να μας καθησυχάσει.
Εάν οι προσπάθειές μας αποδειχθούν άκαρπες, υπάρχει και η πιθανότητα να αναζητήσουμε τη βοήθεια των ειδικών. Η γνωσιακή- συμπεριφορική ψυχοθεραπεία, αλλά και η ψυχανάλυση, ενδείκνυται σε ανθρώπους που έχουν αφήσει τους φόβους τους να τους κατακλύσουν και να τους παγιδεύσουν σ’ ένα δίχτυ συνακόλουθων αρνητικών σκέψεων από το οποίο είναι αδύνατο να ξεφύγουν. Κατά τις συνεδρίες, πραγματοποιείται «συστηματική απευαισθητοποίηση», με σταδιακή έκθεση σε αγχογόνα ερεθίσματα, ώστε ο φόβος να εξαλειφθεί προοδευτικά.
Τέλος, ανακαλώντας ορισμένους από τους φόβους μας θα διαπιστώσουμε όντως ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν πραγματοποιούνται. Για παράδειγμα, υπάρχουν στιγμές που φοβόμαστε ότι θα χάσουμε την εργασία μας ή τον σύντροφό μας, τους φίλους ή τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Σαφώς κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί κάποια στιγμή, αλλά αξίζει να έχουμε στον νου μας ότι η διαρκής απασχόληση του μυαλού μας με αρνητικές σκέψεις μπορεί εύκολα να μας οδηγήσει σε πλήρη ακινητοποίηση. Πρέπει ακόμη να συνειδητοποιήσει κανείς και τις πεποιθήσεις του, οι οποίες μπορεί να τον αποτρέπουν να αλλάξει μια κατάσταση.
Ας σταματήσουμε να καλύπτουμε τους φόβους μας. Ας πάρουμε ως θέσφατο ότι για να τους εξαλείψουμε υπάρχει μόνο ένας δρόμος: να τους αντιμετωπίσουμε. Το καλύτερο είναι ότι ξεπερνώντας τους έναν έναν, παίρνουμε δύναμη να συνεχίσουμε και γεμίζουμε αυτοπεποίθηση. Ο ήρωας του Τολστόι προέβη σε μια ανακάλυψη, όταν ξεπέρασε το φόβο του: «Τελείωσε ο θάνατος! Δεν υπάρχει πια!» . Έτσι πρέπει να τελειώσει κι ο συνεχής μας φόβος, αυτός που μας κρατά ακινητοποιημένους και ανίκανους να προχωρήσουμε, να μην υπάρχει πια. Αλλά αν υπάρχει, κι εσύ μαζί μ’ εμένα ακολούθησε τη συμβουλή της Susan Jeffers και κάθε φορά που φοβάσαι να κάνεις κάτι: «Κάν’ το κι ας Φοβάσαι!».
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.