Πολλά τα ερωτήματα που απασχόλησαν ανά καιρούς, και εξακολουθούν να απασχολούν τους φιλοσόφους και όσους ασχολούνται γενικά με υπαρξιακά θέματα. Aποκορύφωμα αποτελεί φυσικά το αναπάντητο ερώτημα για το «εάν είμαστε από τη φύση μας καλοί οι κακοί».
Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι γεννιόμαστε ενάρετοι και στην πορεία χάνουμε μέρος της καλοσύνης μας. Μιλούν για μια έμφυτη καλοσύνη και τάση προς την επιτέλεση αγαθών πράξεων. Για παράδειγμα, ο Ολλανδός ιστορικός Ρούτγκερ Μπρέγκμαν, συμφωνώντας με την αρχική θέση του Ρουσσώ για την ανθρώπινη φύση, στα βιβλία του κάνει λόγο για τη νομαδική ζωή των προγόνων μας, που τους επέτρεπε μια αρμονική συμβίωση και επιβεβαίωνε την καλή τους φύση. Ο πρώτος πιστεύει ακόμη ότι η μόνιμη εγκατάστασή μας επέφερε μια σειρά δυσάρεστων γεγονότων και δημιούργησε την ανάγκη πίστης σε ηγέτες και καθοδηγητές, με σκοπό την επικράτηση συγκεκριμένων ομάδων έναντι άλλων.
Προς την ίδια κατεύθυνση περί θετικής φύσης προσανατολίστηκε και ο Carl Rogers, ο πατέρας της ψυχοθεραπείας, ο οποίος στήριξε τη θεωρία του στην πεποίθηση ότι ο άνθρωπος γεννιέται και είναι στη βάση του καλός. Υπό το πρίσμα αυτής της πίστης, πρότεινε την ανθρωποκεντρική θεραπεία του για την παθολογία, αποδεικνύοντας ότι η αλλαγή προς το καλύτερο έχει εφαρμογή, ακριβώς επειδή ο άνθρωπος εγγενώς διακατέχεται από ευγενή στοιχεία, που πρέπει να έρθουν στην επιφάνεια, συχνά ως αποτέλεσμα πλήρους αποδοχής, απεριόριστης αγάπης και αληθινών σχέσεων.
Επιπλέον, μια πιο πρόσφατη έρευνα στο Πανεπιστήμιο του Yale απέδειξε ότι τα μωρά έχουν μια έμφυτη τάση να ακολουθούν το καλό. Οι ερευνητές δημιούργησαν συνθήκες ευχάριστου παιχνιδιού, κάνοντας τα βρέφη να ακολουθούν σχήματα και άψυχα αντικείμενα για να φτάσουν στην κορυφή ενός λόφου, όπου δύο επιπλέον σχήματα τα βοηθούσαν ή τα απέτρεπαν να επιτύχουν τον στόχο τους. Από τις αντιδράσεις των μωρών οι επιστήμονες έβγαλαν το συμπέρασμα ότι αυτά πήγαιναν προς τα σχήματα που τους ήταν βοηθητικά και συνέδραμαν της προσπάθειάς τους να ανέβουν στο λόφο, δείχνοντας ότι η καλοσύνη είναι συνυφασμένη με τον ανθρώπινο τρόπο σκέψης και δράσης.
Από την άλλη πλευρά, δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι δε χρειάζεται να διεξάγουμε καμία έρευνα για να αποδείξουμε κάτι που όλα γύρω μας αποδεικνύουν εύκολα: Ότι δηλαδή είμαστε περισσότερο -αν όχι ολοκληρωτικά – ενδόμυχα κακοί. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά σε όσα κακοποιητικά και δυσάρεστα γεγονότα συμβαίνουν σ’ εμάς, τους οικείους μας, τη χώρα ή και όλο τον πλανήτη. Οργανώσεις παλεύουν να υπερασπιστούν τα δικαιώματα των αδύναμων και η κακεντρέχεια κυριαρχεί σε όλο της το μεγαλείο. Καθημερινά τα όσα διαβάζουμε ή μαθαίνουμε μας ξεπερνούν και μας θυμίζουν τη σκοτεινή μας φύση. Μια φύση που φαίνεται να μας έλκει ακόμα και στο θέατρο ή τις ταινίες. Η ταύτισή αυτή μας οδηγεί στο να αδυνατούμε να ελέγξουμε τα αρνητικά συναισθήματά μας και μας κάνει να τα αναμιγνύουμε περίεργα με τα θετικά, ώστε να δικαιολογούμε εγκληματίες ή και να προσδίδουμε στην προσωπικότητά τους θρυλικές διαστάσεις.
Ίσως όμως τελικά δεν έχει και τόση σημασία η πραγματικά καλή ή κακή μας φύση, αλλά αυτό που προκύπτει στη διάρκεια της ζωής μας και μας ωθεί να δράσουμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαστε σίγουροι για το τι ισχύει στην πραγματικότητα ούτε ξέρουμε αν κάποια στιγμή θα οδηγηθούμε σε αδιάψευστα και ασφαλή συμπεράσματα. Για την ώρα όμως οφείλουμε να πράττουμε με τρόπο που ωφελεί εμάς και την κοινωνία -αν θέλουμε το ανθρώπινο γένος να συνεχίσει να υπάρχει και στο μέλλον. Για τον λόγο αυτό, είτε πηγαίνοντας ενάντια είτε παράλληλα με τα ένστικτά μας, εμείς θα επιλέξουμε ως άλλη Άννα Φρανκ να πιστεύουμε πως «κατά βάθος όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί». Κι αυτό αναμφισβήτητα είναι κάτι που μπορούμε να το κάνουμε συνειδητά.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου