Όλοι μας έχουμε τις απόψεις μας για το πώς θα πρέπει να είναι οι σχέσεις -κυρίως των άλλων- γι’ αυτό και σχεδόν ποτέ δε διστάζουμε να τις εκφράζουμε, τόσο ιδιωτικά όσο και δημόσια. Τι γίνεται όμως όταν η σχέση η οποία μας προβληματίζει αφορά τους ανθρώπους που μας έφεραν στον κόσμο και το κατά πόσο εμάς μας φαίνεται όμορφη και σωστή ή όχι; Έχουμε την ίδια άνεση να εκφραστούμε όταν πιστεύουμε ότι πραγματικά δεν ταιριάζουν ή ξαφνικά νιώθουμε τις λέξεις μας να είναι μικροί διακόπτες που αν πατήσουμε υπάρχει πιθανότητα να γκρεμιστούν τα πάντα γύρω μας;
Εάν ποτέ θελήσουμε να συζητήσουμε ανοιχτά μαζί τους τη δική τους σχέση, θα πρέπει να σκεφτούμε ορισμένες παραμέτρους. Για αρχή, πριν μπούμε στη διαδικασία να κρίνουμε τη σχέση των γονιών επιβάλλεται -και για δική μας αλλά και για δική τους χάρη- να εστιάσουμε στα κομμάτια εκείνα που θεωρούμε ότι τους δένουν και τους κάνουν να είναι ζευγάρι. Ωστόσο, επειδή είμαστε παιδιά (τους), με διαφορετική οπτική και επειδή διανύουμε άλλη δεκαετία ηλικιακά, είναι λογικό να υπάρχει ένα χάσμα στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τις σχέσεις εν γένει. Το χάσμα αυτό προφανώς διαφαίνεται κι από την πλευρά τους. Επομένως, μπορεί και εκατέρωθεν να είμαστε κάπως πιο επικριτικοί ή και απόλυτοι στις απόψεις μας και υπάρχει ο κίνδυνος οι διακόπτες τελικά να ενεργοποιηθούν όχι εξαιτίας του τι λέμε, μα του πώς επιλέγουμε να το επικοινωνήσουμε.
Σε σχέσεις που κυρίαρχο ρόλο παίζει η επικοινωνία, η συζήτηση σε ένα θεωρητικό -και κάποιες φορές ουτοπικό- επίπεδο, είναι εύκολη. Τι γίνεται όμως όταν σαν ζευγάρι οι γονείς μας μοιάζει να χρειάζονται λεξικό για να θυμηθούν την εν λόγω λέξη και μετά ένα μικρό θαύμα για να θελήσουν να την εφαρμόσουν; Όταν έχουν εντάσεις και φαίνεται να μη συμπεριφέρονται με τρόπο αρεστό -τουλάχιστον σε εμάς- ο ένας στον άλλον; Εκεί πρέπει -ή μάλλον επιβάλλεται- να τους μιλήσουμε για αρχή ξεχωριστά.
Αν το δούμε από ψυχολογικής πλευράς, κατά μία έννοια έχουμε δικαίωμα να εκφέρουμε άποψη, αφού η σχέση τους μάς έχει διαμορφώσει άμεσα. Με τι τρόπο; Έχουμε επηρεαστεί από τον τρόπο που αντιδρούσαν ξεχωριστά και μαζί στα γεγονότα που προέκυψαν από τη γέννησή μας και μετά, από τις πρακτικές ανατροφής που ακολούθησαν και κυρίως από την ερωτική σχέση που είχαν. Αποτελούν με άλλα λόγια παράδειγμα είτε προς μίμηση είτε προς αποφυγή και οφείλουν αυτό να το γνωρίζουν.
Πριν επιδιώξουμε την οποιαδήποτε συζήτηση είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως δεν κρίνουμε τα άτομα. Κοιτάμε συμπεριφορές που με κάποιες αλλαγές θα μπορούσαν να φέρουν διαφορά στη ζωή τους. Επιπλέον, ας τους μιλήσουμε με ειλικρίνεια και κατανόηση, όπως ακριβώς θα θέλαμε να μας μιλήσουν και εκείνοι. Να τονίσουμε ωστόσο ότι η ειλικρίνεια δε συνεπάγεται αγένεια ή άσχημο τρόπο έκφρασης. Ακόμη κι αν κάποιος δε συμφωνεί -και συνήθως δεν το κάνει- με τον τρόπο που οι γονείς του δρουν ως ζευγάρι θα πρέπει να τους μιλήσει απλά και με διάθεση βοηθητική και ενωτική, εάν πιστεύει ότι και οι ίδιοι το θέλουν. Κάτι άλλο που θα μπορούσε να βοηθήσει είναι η επιλογή της σωστής στιγμής, καθώς και η επικοινωνία του προβλήματος με μικρές δόσεις χιούμορ.
Να θυμόμαστε ότι κάθε σχέση είναι ξεχωριστή γιατί οι εμπλεκόμενοι είναι ξεχωριστοί. Κάθε σχέση έχει τη δική της διαδρομή, μετρά άλλες εμπειρίες από αυτές που γνωρίζουμε εμείς, έχει τα μυστικά της και φυσικά ακόμη κι όταν δε φαίνεται συνεχίζει να εξελίσσεται. Επιπλέον, ο τρόπος που επικοινωνούν οι συμμετέχοντες δε σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει να είναι ανάλογος με τον δικό μας τρόπο σκέψης. Σαν παιδιά τους όμως θέλουμε το καλύτερο για τους αγαπημένους μας γονείς, όπως αντίστοιχα θέλουν κι εκείνοι για εμάς. Επομένως, δε χρειάζεται να ανησυχείς για αν θα πρέπει να εκφέρεις γνώμη, αλλά για το αν αυτή αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα.
Κλείνοντας, φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι μπορούμε χωρίς φόβο, αλλά με προσοχή, να εκφράσουμε την άποψή μας για τη σχέση των γονιών μας στους ίδιους. Ας μην παραξενευτούμε όμως αν και όταν και οι ίδιοι θελήσουν να κάνουν το ίδιο με τις δικές μας σχέσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη