Όλες οι ανθρωποκεντρικές ιδεολογίες, οι ειδικοί ψυχικής υγείας αλλά κι εμείς, βασισμένοι σε προσωπικές εμπειρίες, παραδεχόμαστε κι ανακαλύπτουμε τις ευεργετικές ιδιότητες της προσφοράς, τόσο στους φίλους όσο και στο ταίρι μας. Υπάρχει όμως όριο στο κατά πόσο και τι θα προσφέρουμε από τον εαυτό μας στο ταίρι μας; Κι αν ναι, πότε πρέπει να σταματήσουμε να είμαστε υπερβολικά δοτικοί;
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Όταν κάνουμε για πρώτη φορά σχέση είμαστε συνήθως παρορμητικοί κι ιδιαιτέρως πρόθυμοι να ανακαλύψουμε πώς είναι να είσαι μαζί με κάποιον άλλο, να αγωνιάς να βρεθείτε, να αναμένεις με τις ώρες μήνυμα και τηλέφωνο. Εάν η σχέση πάει καλά, η δοτικότητα τείνει να αυξάνεται, αφού ακολουθεί τη διαθεσιμότητα κι από τις δύο πλευρές κι οι σύντροφοι αισθάνονται πιο κοντά. Στις περιπτώσεις όμως που τα πράγματα δεν εξελιχθούν κατά το δοκούν, υπάρχει η τάση συσσώρευσης προσδοκιών που δεν εκπληρώθηκαν, σχεδίων που ματαιώθηκαν κι επιθυμιών που δεν ευοδώθηκαν και που μας οδηγούν να χτίζουμε τείχη -μικρά ή μεγάλα- ώστε να μην πληγωθούμε στο μέλλον.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές ν’ αναμένουμε αρκετά πριν αφεθούμε στις επόμενες σχέσεις μας. Κρατάμε άμυνες και θέλουμε να τσεκάρουμε τις προθέσεις του άλλου πριν προχωρήσουμε σε εξομολογήσεις κι εκδηλώσεις στοργής. Κι αυτό γιατί πληγωμένοι, από προηγούμενες εμπειρίες, αρνούμαστε ενδόμυχα να υποχωρήσουμε στην εσωτερική μας ανάγκη ν’ αγαπήσουμε χωρίς όρια και να προσφέρουμε, εκτός από υλικά αγαθά κι όμορφες στιγμές, το πολυτιμότερο πράγμα πάνω μας, τον εαυτό μας. Δεν είναι βέβαια διόλου παράλογη η συστολή αυτή, αφού οι εμπειρίες οι δικές μας και των γύρω μας λειτουργούν ανασταλτικά και παρεμποδίζουν την προσφορά της αγάπης.
Ο καιρός περνάει κι εμείς νιώθουμε σταδιακά όλο και πιο άνετοι με τη νέα μας σχέση. Η άνεση αυτή μεταφράζεται και στο πώς προσφέρουμε στον άνθρωπό μας και τότε ξεκινάει ένας καινούργιος κύκλος δούναι και λαβείν. Η έκβαση φυσικά αβέβαιη, όπως κι η πορεία της σχέσης. Μετά από πολλές όμως απογοητεύσεις κι «αποτυχημένες» σχέσεις, αποφασίζουμε ότι η προσφορά θα πρέπει να έχει και τα όριά της και να σταματάει μετά από προϋποθέσεις. Ποιες είναι αυτές;
Καταρχάς, σταματάμε να προσφέρουμε όταν αισθανόμαστε ότι παρέχουμε μια υπηρεσία. Είναι τουλάχιστον ταπεινωτικό να επιμένουμε να δίνουμε στον άλλο όταν αποκαλείται άνθρωπός μας αλλά βλέπει την προσφορά ως ανταλλακτική σχέση με νικητή και χαμένο. Αν ο σύντροφός μας δεν αναγνωρίζει τις προσπάθειές μας και κυρίως όταν δεν τις εκτιμά και κατ’ επέκταση δεν τις ανταποδίδει, ως έναν βαθμό. Για παράδειγμα, το να παίρνουμε την κοπέλα μας τέσσερα τηλέφωνα την ημέρα ενώ εκείνη κανένα, ή να συνεισφέρουμε στα έξοδα του συντρόφου μας ενώ εκείνος δεν κάνει το ίδιο για εμάς σε αντίστοιχη περίπτωση υποδηλώνει δύο διαφορετικά πράγματα. Είτε είναι μια ξεκάθαρη στάση που θέλει να περάσει το μήνυμα “κάνε ό,τι κι εγώ γιατί αυτό θέλω” είτε το πιο οφθαλμοφανές “έχω ως δεδομένη τη διαθεσιμότητα και προσφορά σου απέναντί μου”.
Πρέπει επίσης να σταματήσουμε να δίνουμε όταν αυτό μας καταπιέζει. Στο προηγούμενο παράδειγμα, εάν η επικοινωνία είναι κάτι που το επιδιώκουμε μόνο εμείς κι αυτό τείνει να μας βάζει σε σκέψεις και να μας προβληματίζει, καλό είναι να μη συνεχίσουμε μονόπλευρα. Το ίδιο φυσικά ισχύει και στην περίπτωση που στηρίζουμε οικονομικά το ταίρι μας. Εάν το κάνουμε γιατί για κάποιο λόγο έχουμε άνεση, είναι θεμιτό, αλλά εάν στερούμαστε μόνο και μόνο για να βοηθήσουμε, καλό θα ήταν να το ξανασκεφτούμε. Η διάρκεια της ενίσχυσης εδώ παίζει καθοριστικό ρόλο.
Επιβάλλεται ακόμη να σταματήσουμε να προσφέρουμε όταν το κάνουμε υπολογιστικά. Εάν εξυπηρετούμε, τον/την σύντροφό μας με οποιονδήποτε τρόπο, όπως για παράδειγμα παρέχοντας δωρεάν υπηρεσίες, πληροφορίες και αγαθά, έχοντας απώτερο σκοπό, ας σταματήσουμε. Δεν ωφελεί να το κάνουμε μόνο και μόνο για να κερδίσουμε πόντους εκτίμησης των συγγενών και των κοινών μας φίλων. Κι αυτό γιατί μια τέτοια συμπεριφορά υποδηλώνει υποκρισία κι έντονη προσωπική ανασφάλεια.
Τέλος, είναι λογικό να πάψουμε να δίνουμε όταν η προσφορά μας γίνεται προϊόν εκμετάλλευσης. Με το που νιώσουμε ότι ο άνθρωπός μας ζητά συνεχώς περισσότερα κι έχει αυξημένες απαιτήσεις σχετικά με τον χρόνο που περνάμε μαζί, την ενέργεια ή και τα χρήματα που δαπανούμε, αλλά και τα συναισθήματα που νιώθουμε, μάλλον πρέπει ν’ απομακρυνθούμε.
Καθένας βέβαια ανταποκρίνεται με τον δικό του τρόπο στα γεγονότα κι αποφασίζει πότε και με τι τρόπο θα δείξει την προσφορά του. Καλό θα ήταν βέβαια η αυθόρμητη έκφραση των συναισθημάτων μας κι η έμπρακτη δοτικότητά μας προς τον άνθρωπό μας να μη γίνονται με τρόπο που δείχνει ανισορροπία στη σχέση, υποκρύπτει δολιότητα ή αφέλεια. Αντίθετα, θα πρέπει να έρχεται αυθόρμητα κι ως φυσική αντίδραση της ανάλογης προσφοράς κι αμοιβαίας αγάπης που εκλαμβάνουμε. Κι αν αυτή η αμοιβαιότητα επικρατεί κι από τις δύο πλευρές, σίγουρα τα αποτελέσματα θα είναι ιδανικά κι ο έρωτας θα δυναμώσει με τον καιρό.
Η φράση κλειδί σε κάθε περίπτωση είναι «ισορροπία», αφού μια υγιής ερωτική –και μη- σχέση δε μας κάνει ν’ αναρωτιόμαστε πότε θα σταματήσουμε να προσφέρουμε ή πότε υπάρχει υπερπροσφορά, αλλά αντίθετα μας κάνει να λαμβάνουμε με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό που δίνουμε. Κι αυτό απλώς το αισθανόμαστε.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου