«Θέλω να μείνω μόν@ μου, να δω ποιος είμαι». «Θέλω λίγο τον χώρο μου μόν@ μου, να σκεφτώ, να δω τι θέλω, κατάλαβε με».
Μ’ αυτό το «κατάλαβε με» να αναβοσβήνει στον εγκέφαλο μας σαν πινακίδα νέον από νυχτερινό μαγαζί σ’ επαρχιακό δρόμο, η συνέχεια μοιάζει λίγο-πολύ γνωστή σε όλους μας. Το σαγόνι πέφτει στο πάτωμα, ένα χτυποκάρδι ξεφεύγει κι ο θυμός καραδοκεί στη γωνία μόλις έρθει η συνειδητοποίηση της εξαφάνισης του άλλου. Άδειασμα να το πούμε; Πληγή στον εγωισμό; Πληγή στα συναισθήματά μας -όποια και αν ήταν αυτά; Όπως και να το πούμε, δε θα κρύψουμε ότι πρόκειται για μια απόρριψη η οποία είτε έρθει δίκαια, είτε άδικα, πονάει.
Γιατί όταν κάποιος αποφασίζει να πάρει τον χώρο του και τον χρόνο του για να σκεφτεί, να φύγει ή τέλος πάντων να δει τον εαυτό του χωρίς εμάς, προφανώς και πονάμε και δεν ξέρουμε στην αρχή πώς να το διαχειριστούμε -ακόμα κι αν ξέρουμε από πλευράς μας τι έχει γίνει λάθος. Ξαφνικά είναι σαν να βρισκόμαστε με την πλάτη στον τοίχο ακινητοποιημένοι, χωρίς να ξέρουμε πώς να βοηθήσουμε εμάς, το ταίρι μας, τη σχέση μας και οτιδήποτε κινείται γύρω μας. Φταίμε ή όχι; Κάναμε κάτι λάθος; Φεύγει ή δε φεύγει ο άλλος;
Το τι μπορεί λοιπόν να σημαίνει ότι κάποιος θέλει τον χώρο του και τον χρόνο του, ο Θεός και η ψυχή του. Ίσως πιέστηκε γιατί τα πράγματα σοβάρεψαν ή άλλαξαν επίπεδο και δεν μπορεί να το διαχειριστεί όλο αυτό, αν δεν τα βάλει σε μια τάξη, αφού πάρει όντως λίγο χρόνο να σκεφτεί. Ίσως πάλι να είναι μια συνειδητή δικαιολογία για να αποχωρήσει από μια σχέση που θεώρησε ότι δεν καλύπτει τα θέλω που είχε, αλλά δεν τολμάει να το πει ευθέως. Ίσως, τέλος, να θέλει όντως να λύσει προσωπικά θέματα, να περάσει χρόνο με τον εαυτό του, ν’ εξελιχθεί, να δουλέψει πάνω σ’ άλλους τομείς της ζωής του κ.ο.κ. Δεν ξέρω αν έχει αξία να διερευνήσουμε τι κρύβεται πίσω από ένα «θέλω να μείνω μον@», ειδικά αν δεν τίθεται κάποιο θέμα συζήτησης αλλά ως μία ειλημμένη απόφαση. Αυτό που έχει σημασία είναι πως θέλει να αποχωρήσει και πως εμείς πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να σταθούμε απέναντι σ’ αυτήν τη στάση.
Φαινομενικά υπάρχουν 3 επιλογές. Η πρώτη είναι να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε κάποιον, κάνοντας τα συναισθήματα μας άγκυρα, πράγμα που επί της ουσίας σημαίνει: «Έχω χαμηλό αυτοσεβασμό και πολλές ανασφάλειες, οπότε θα ευχαριστηθώ με τα ψιχουλάκια των συναισθημάτων που μπορείς να μου δώσεις». Δεν μπορούμε όμως και δεν είναι σωστό να κρατήσουμε κάποιον με σημαία μόνο τα δικά μας συναισθήματα. Τα συναισθήματα είναι ενέργεια, κι όσο δίνουμε, τόσο αυτή θ’ αδειάζει.
Δεύτερη επιλογή, η εγωιστική -ή αλλιώς «δε με θέλεις μία, δε σε θέλω δέκα». Εδώ είναι που μαζί μ’ έναν τόνο βρισιές ξεκινάει η σκέψη πως ενώ εμείς ξεκινήσαμε να αισθανόμαστε, το άλλο άτομο την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια -δεν έχει σημασία αν εννοούσε αυτό που είπε ή αν ήταν δικαιολογία, εμείς είμαστε οργιασμένοι. Το να κρίνουμε και να απορρίπτουμε όμως ανθρώπους για τους όποιους μάλιστα υποστηρίζουμε ότι νιώσαμε η νιώθουμε πραγματάκια, επειδή για τους δικούς τους λόγους θέλουν λίγο το χρόνο τους, πόσο υγιές είναι; Τα συναισθήματα ξεκινάνε να αναπτύσσονται ελεύθερα και σίγουρα χρειάζεται και μία τροφοδότηση από την άλλη πλευρά, αλλά δε μάς εγγυάται κανένας ότι θα βρουν ανταπόκριση -πόσο μάλλον ότι θα βρίσκουν για πάντα. Η μοναδικότητα μας δεν έγκειται στο ότι αισθανόμαστε αλλά στο ότι μπορούμε να αντιληφθούμε και τις ανάγκες του άλλου.
Να λύσουμε, όμως μια παρεξήγηση. Άλλο είναι δεν κρατάω κάποιον από εγωισμό και άλλο είναι αφήνω κάποιον να ακολουθήσει τις επιθυμίες του από αυτοσεβασμό. Ο αυτοσεβασμός είναι αυτός που θα μας οδηγήσει στο να κάνουμε ξεκάθαρο αυτό που αισθανόμαστε χωρίς ενοχή και ντροπή αλλά μέχρι εκεί. Δεν είναι ντροπιαστικό να αισθανόμαστε, να πονάμε και να στεναχωριόμαστε με την απόφαση κάποιου, ούτε να το εκφράζουμε. Η κατάσταση, όμως περιπλέκεται όταν όσα αισθανόμαστε δε μας αφήνουν να δούμε τις ανάγκες του και χρησιμοποιούμε τις δικές μας για να εκβιάσουμε καταστάσεις.
Η τρίτη επιλογή λοιπόν είναι ακριβώς αυτή: Να σεβόμαστε αρκετά τον εαυτό μας ώστε να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας, αλλά και να ξέρουμε πότε και πώς να πούμε αντίο. Ειλικρίνεια και ελευθερία παιδιά και ό,τι είναι να συμβεί θα συμβεί. Όλα τα άλλα ας τα θεωρήσουμε μάταια.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου