«Αλήθεια, υπάρχουν άνθρωποι που μένουν σε μια σχέση ενώ δε νιώθουν τίποτα;»
Με ζωγραφισμένη την απορία στα μάτια, με ρώτησε μια φίλη μου πριν από μερικά βράδια. Ερώτηση περιττή κι ίσως ρομαντική. Τι, όχι; Δηλαδή, ότι σοκαριζόμαστε ακόμη που υπάρχουν πολλοί που κρατούν μια σχέση σαν αχυράνθρωπο, ενώ κατά βάση δε νιώθουν τίποτα;
Και ναι, υπάρχουν άνθρωποι που διατηρούν μια σχέση ενώ φαίνεται ότι δεν ανήκουν σ’ αυτήν, δε γεμίζουν από την αγάπη του συντρόφου τους ούτε μπορούν να δώσουν κι οι ίδιοι κάποιο συναίσθημα εν προκειμένη. Όμως, συχνά δεν το παραδέχονται. Συχνότερα δεν το αναγνωρίζουν. Κι όταν αυτό, κατά περιόδους γίνεται πιο έντονα αντιληπτό από το περιβάλλον τους, προσπαθούν να κρυφτούν με ένα σκύψιμο του κεφαλιού, ένα κατέβασμα του βλέμματος, μια αλλαγή της συζήτησης.
Μα στην πραγματικότητα δεν μπορεί να κρυφτεί η θλίψη μιας σχέσης που κάτι λείπει, ούτε με τη συνέχιση της καθημερινότητας, ούτε με την προσπάθεια να χτιστεί μια πιο όμορφη «φωλιά» ή να βελτιωθεί αυτή για να βολευτεί καλύτερα ο πληγωμένος αυτοσεβασμός. Η φθαρμένη σχέση είναι εκεί και το βροντοφωνάζει πάντα μέσα από τις συμπεριφορές του συνειδητά και συναισθηματικά απόντα από αυτήν αλλά παράλληλα παρών σε αυτήν. Όμως, τι είναι, τελικά, αυτό που λείπει και γιατί διατηρεί κάποιος μια τέτοια σχέση;
«Φοβάμαι τη μοναξιά και λίγο πιο βαθιά, μάλλον, φοβάμαι να μείνω μόνος με τον εαυτό μου, γι’ αυτό μένω ακόμα εδώ». Ίσως να είναι η σκέψη που ενδόμυχα να κυκλοφορεί στο μυαλό του ανθρώπου που παραμένει σε τέτοιες σχέσεις. Και ναι, είναι αλήθεια τις περισσότερες φορές. Μια παραδοχή, όμως, που ουσιαστικά πολλοί λίγοι τολμούν να κάνουν, αφού ο φόβος της μοναξιάς είναι ένα καταλυτικό συναίσθημα που αγκυλώνει και μουδιάζει.
Ο φόβος να μείνει κάποιος μόνος με τον εαυτό του, με τις ανασφάλειές του, τού δημιουργεί την ανάγκη να διατηρεί μια σχέση που δεν τον γεμίζει, μια σχέση ξεκάθαρα προβληματική, ασθματική που καταλήγει χωρίς οξυγόνο, πολύ πριν το ενδεχόμενο ομαλό της τέλος. Κι αυτός που την επιλέγει την κρατάει, κάνει πως δε βλέπει τα προβλήματα, προσποιείται πως δε νιώθει την έλλειψη αγάπης, έρωτα, πάθους γιατί πολύ απλά δε θέλει να δει πως στην παρούσα φάση δεν αγαπάει τον ίδιο του τον εαυτό. Ίσως να μην έχει μάθει να αγαπάει τον εαυτό του, ίσως να μην πήρε αγάπη κι ασφάλεια από παιδί, ίσως θεωρεί πως αυτό το περιβάλλον είναι το κατάλληλο για να ζει. Ίσως και να φοβάται απλώς να ανοίξει το χρόνια κλειστό παράθυρο.
Η μετατροπή, λοιπόν, του εραστή, του συντρόφου, του συζύγου σε φάντασμα των ίδιων ρόλων έρχεται σταδιακά και στο τέλος είναι πλέον κάτι περισσότερο από ορατή. Βουλιάζει μέσα στη συναισθηματική απάθειά του αλλά από τη σχέση αδυνατεί να φύγει, αφού του προσφέρει την ασπίδα του να φαίνεται τουλάχιστον καλά. Ένα φάντασμα ενός ανθρώπου που έχει χάσει τον σκοπό και την ουσία της έννοιας της σχέσης, αφού πρώτα έχει χάσει τον ίδιο του τον εαυτό.
Οι σχέσεις, όμως δε θα έπρεπε να φτιάχνονται για να αφήνουμε ή καλύτερα να παρατάμε μέσα τους τον εαυτό μας, αλλά για να χανόμαστε στη ζεστασιά τους και στον έρωτά τους. Κι αυτό είναι εφικτό μόνο όταν μετατραπεί ο φόβος σε ενέργεια, όταν δηλαδή από φόβος του ποιοι είμαστε γίνει αγάπη γι’ αυτό που είμαστε. Τότε έρχεται η ώρα να αγαπήσουμε τους άλλους.
Κι αν αυτό απαιτεί να μείνουμε μόνοι μας ώστε να δυναμώσουμε και να βελτιωθούμε, ας το κάνουμε. Το να σταθούμε μόνοι συνειδητά για ένα διάστημα σε αυτήν τη μικρή αλλά όμορφη ζωή, ας πάψει να θεωρείται αποτυχία αλλά επιτυχία. Ανασυντασσόμαστε, ανασκουμπωνόμαστε, βρίσκουμε με οποιονδήποτε τρόπο ποιοι είμαστε, χωρίς να ταλαιπωρούμε κανέναν κι έπειτα επιστρέφουμε δυνατοί κι έτοιμοι να αγαπήσουμε. Η αγάπη δεν μπορεί να γιατρέψει, αν δεν προσπαθήσουμε να γιατρευτούμε πρώτα εμείς οι ίδιοι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου