«Δεν είμαι σε φάση να δώσω κάτι παραπάνω. Άσε που δεν έχω και χρόνο, πνίγομαι με τη δουλειά, δυστυχώς». Και κάπου εκεί θα κολλήσει κάποιες φορές κι ένα συγγνώμη, άλλες πάλι όχι. «Εντάξει, όλα καλά» είναι η απάντηση ψελλίζοντας, αλλά αλήθεια, είναι όλα καλά; Μάλλον τίποτα δεν είναι καλά, εμείς όμως βαλθήκαμε να το κάνουμε να φαίνεται· και ακόμα χειρότερα να «είναι».
Μια συνομιλία που σχεδόν έχει γίνει της μόδας. Και η απορία που γεννιέται είναι: αποφεύγουμε τα συναισθήματά μας και τα συναισθήματα του άλλου ή πραγματικά έχουμε εθιστεί στο γρήγορο και στο εύκολο, ώστε ακόμα και στη σκέψη της διαδικασίας μιας σχέσης μάς δημιουργούνται τάσεις φυγής; Μάλλον και τα δυο. Αδειάζουμε συναισθηματικά καθώς εθιζόμαστε σε όσα δεν απαιτούν κόπο, σε σχέσεις που βασίζονται μόνο στο καλό κρεβάτι και στην έντασή του, έτσι κι αλλιώς και η παραπάνω σκέψη το δηλώνει ξεκάθαρα. Είναι πιο εύκολο να ελευθερώνουμε το σώμα μας παρά κομμάτια της ψυχής μας. Είναι πιο εύκολο να σκορπάμε έναν θεωρητικά δυνατό εαυτό παρά να σκαλίσουμε πληγές, να τις φανερώσουμε αλλά και να τολμήσουμε να δημιουργήσουμε νέες.
Μα πώς έχουμε καταφέρει να αποσυνδέσουμε το σώμα μας από την ψυχή μας; Και σημαίνει άραγε αυτό πως θρεφόμαστε από κομμάτια ενός κουρελιασμένου και καυτηριασμένου για να μη νιώθει, εγωισμού; Ίσως. Συχνά κατηγορούμαστε μάλιστα πως αφήνουμε τις ψυχές μας άδειες από συναισθήματα, ευγένεια, καλοσύνη προκειμένου να μη δενόμαστε αλλά ούτε και να αισθανόμαστε κάτι. Μα, αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε ίσως να εξηγείται και το γιατί μας είναι τόσο δύσκολο. Επειδή είναι παραπάνω από εμάς το να πηγαίνουμε αντίθετα στα όσα νιώθουμε, κάτι σαν να πεισμώνει ένας υπολογιστής και να λέει πως εκείνος θα πάει κόντρα στη δυαδική λογική του. Θα σκεφτεί με συναίσθημα. Σχεδόν αστείο, δε βρίσκεις;
Δεν είναι εύκολο να αλλάζουμε συνήθειες, να απενεργοποιούμε σκέψεις. Να διαφοροποιούμε ακόμα και τον τρόπο λειτουργίας μας δηλώνοντας πως από εδώ και κάτω θα βασιζόμαστε μονάχα στο ένστικτο. Δεν είμαστε σύγχρονα πειραματόζωα, να λειτουργούμε σαν να έχουμε πάρει χαπάκι συναισθηματικής ακινητοποίησης. Φοβόμαστε τον παθιασμένο έρωτα, ακόμα όμως τον εκθειάζουμε. Πόσοι από εμάς έχουμε διαβάσει ας πούμε για τους μεγάλους έρωτες της λογοτεχνίας; Τον έρωτα της Κάθριν και του Χίθκλιφ από τα ανεμοδαρμένα ύψη, της Άννας Καρένινα και του Αλεξάντρ Βρόνσκι, της Ελίζαμπεθ Μπένετ και του κυρίου Ντάρσι, της Μαρίνας Μπαρέ και του Γιάννη Ρεϊζη του Καραγάτση. Ας θυμηθούμε έναν μικρό διάλογο ενός τέτοιου έρωτα:
– Ξέρεις, πώς δεν ειν’ έτσι. Ξέρεις τι ακριβώς είσαι. Ξέρεις πως οποιοσδήποτε άντρας θα λαχταρούσε την ευτυχία της αγάπης σου. Ούτε στο πιο τρελό μου όνειρο δεν κυνήγησα τη χίμαιρα της αγάπης μιας γυναίκας σαν κι εσένα. Ξέρω πως δε σου αξίζω…
– Λες ανοησίες. Σ’ αγαπώ. Είσαι ο θεός, που μ’ ανάστησε. Ζω γιατί εσύ το θέλεις. Θα ζω μονάχα όσο εσύ θα το θέλεις.
Έτσι μίλησαν ο Γιάννης Ρεϊζης και η Μαρίνα Μπαρέ αφού ένωσαν τα σώματά τους χωρίς κανέναν φόβο και κανέναν δισταγμό. Ας αναρωτηθούμε τώρα, ακόμη κι αν σαν λόγια μας άγγιξαν και τα βρήκαμε συγκινητικά, πόσοι από εμάς θα τολμούσαμε να εκτεθούμε τόσο μπροστά σε έναν άνθρωπο που μας ξύπνησε το συναίσθημα; Εφήμερες στιγμές που διαρκούν όσο ένα τσιγάρο μας κατέκλεισαν -όπως θα έλεγε πιθανότατα κάποιος σύγχρονος στιχουργός- αλλά το πρόβλημα είναι ότι έχουμε σταματήσει ή τείνουμε να σταματήσουμε να πληγωνόμαστε όταν ζούμε τέτοιες καταστάσεις κι αυτές τελειώνουν. Αποδεχόμαστε την ασφάλεια που ο κακομαθημένος εγωισμός απλόχερα προσφέρει και φεύγουμε τρέχοντας από ό,τι μπορεί να την ταράξει.
Και όμως ο έρωτας και η αγάπη είναι τα μόνα αντισώματα στις ασθένειες της ψυχής μας. Είναι τα μόνα που σχηματίζουν ένα χαμόγελο ακόμα και στις πιο γκρίζες μέρες. Είναι τα οχυρά στους φόβους, η δίψα για ζωή. Η απόδειξη ότι είμαστε ζωντανοί και μπορούμε να κάνουμε όλους εκείνους τους έρωτες της λογοτεχνίας να φαντάζουν παιδικοί μπροστά στην πραγματικότητα. Ο έρωτας είναι δύναμη σε έναν κόσμο που μας πείθει πως κυριαρχεί η αδυναμία.
Τελικά, αυτό το κάτι παραπάνω που ο έρωτας έχει να δώσει ας είναι η γεύση της ψυχής του άλλου. Τότε και μόνο τότε θα μπορέσουμε να πούμε πραγματικά πως τον ζήσαμε.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη