Όλοι είχαμε κάποια στιγμή ένα πολύ αγαπημένο ρούχο. Συνήθως, ένα τζιν που με τα χρόνια έχει πάρει τη φόρμα του κορμιού μας ή ένα πλεκτό μπλουζάκι που έχει ανοίξει, αλλά χωρίς δεύτερη σκέψη είναι το πρώτο που θα επιλέξουμε, όταν θέλουμε κάτι ζεστό, άνετο κι οικείο να φορέσουμε- ειδικά κάποια πρωινά που δεν είμαστε και στα καλύτερά μας. Νομίζω περισσότερο είναι η αίσθηση που αποπνέουν τα συγκεκριμένα ρούχα. Σαν να μάς ξέρουν, σαν να γνωρίζουν πώς θα αγκαλιάσουν το σώμα μας και θα μας κάνουν να νιώσουμε μια ζεστασιά. Ξέρουν πώς θα μας ακουμπήσουν χωρίς να μας πιέσουν. Αυτά τα ρούχα, νομίζω πως είναι σαν να έχουν ψυχή, αφού είναι σαν να αναπνέουν πάνω μας και το κυριότερο, αναπνέουμε εμείς μέσα τους.
Έρχεται κάποια στιγμή, όμως, το νέο. Θέλεις η τάση μας για ανανέωση, οι ανάγκες μας, η μεγάλη φθορά τους, που δεν τα καθιστούν πλέον ικανά για να θεωρούνται ρούχα «της προκοπής» κι αντικαθιστούμε τα αγαπημένα μας ρούχα με καινούρια. Ένα νέο τζιν, ένα νέο φούτερ, ένα νέο πλεκτό. Σίγουρα πιο ελκυστικά, πιο όμορφα, πολλές φορές πιο s3xy αλλά ξένα. Τους λείπει η αίσθηση οικειότητας, η αίσθηση της άνεσης. Είναι άμαθα, ακόμα προς το σώμα μας και ίσως και να μάς πιέζουν στην αρχή. Θα το μάθουν, δεν τίθεται θέμα, αλλά θέλουν τον χρόνο τους. Όπως όλα τα πράγματα και οι καταστάσεις.
Δε θα μπορούσα να σκεφτώ καταλληλότερο παράδειγμα, για να εξηγήσω πώς είναι η αίσθηση να μάς αγγίζει ένας νέος άνθρωπος μετά από έναν χωρισμό μιας σχέσης που είχε γίνει κάτι σαν δεύτερο δέρμα μας. Δεν έχει σημασία να αξιολογήσουμε αν ήταν καλή ή κακή, ούτε ποιος έφταιγε και διαλύθηκαν όλα, αλλά να παραδεχτούμε ότι είναι αρκετά επίπονο να αφαιρούμε το δεύτερο δέρμα από πάνω μας και σε δεύτερη φάση εξίσου επίπονο όταν αγγίζουμε αλλά και μάς αγγίζει ένας νέος άνθρωπος. Δε λέμε ότι δεν είναι όμορφο να προχωράμε, να αφηνόμαστε, να τολμάμε με έναν νέο άνθρωπο μετά από έναν χωρισμό, ειδικά ετών, αλλά ότι παραδεχόμαστε ότι είναι και κάπως δύσκολο.
Αρχικά, όσο αστείο και να φαίνεται, όταν γίνεται το επόμενο βήμα μετά από μια μακροχρόνια σχέση υπάρχει η αίσθηση ότι απατάμε τ@ σύντροφό μας. Είναι τρομακτική η δύναμη της συνήθειας και παίζει τρομερά παιχνίδια με το μυαλό μας. Για χρόνια είχαμε συνηθίσει να μάς ακουμπάει ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, η μυρωδιά του, οι κινήσεις του έρχονταν κι αγκάλιαζαν το σώμα μας αλλά και το μυαλό μας. Η άτιμη η αίσθηση της οικειότητας που μάς έκανε να νιώθουμε άνετα, όπως στο αγαπημένο μας ρούχο, η άνεση μέσα σε μια γνώριμη αγκαλιά, το χάδι που ήξερε κάθε σημείο του σώματός μας. Όλα αυτά δε χάνονται αυτόματα, όταν χωρίζουμε. Παραμένουν στο μυαλό μας και πολλές φορές όταν προχωράμε με έναν νέο άνθρωπο, που είναι όλα καινούρια και ίσως τους λείπει ακόμα η ζεστασιά του οικείου, το μυαλό αντιδράει μαζί με το σώμα. Μάς κυριεύει ένα άγχος, λες και κάναμε κάτι κακό. Υπάρχει μια νέα μυρωδιά, νέα χέρια, νέα αίσθηση, εκεί που δεν έχει προλάβει να φύγει η παλιά και χρειάζεται κάποια λεπτά να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπάρχουν πια, όσα είχαμε συνηθίσει.
Είναι φυσιολογικό. Όπως φυσιολογικό είναι να δυσκολευόμαστε να αγγίξουμε έναν νέο άνθρωπο. Δεν είναι άρνηση να προχωρήσουμε, είναι δισταγμός για το πώς. Πώς τον αγγίζουμε, πώς θα αντιδράσει το δικό του σώμα, θα μπορέσουμε ν’ ανασάνουμε άνετα όσο άνετα είχαμε συνηθίσει ν’ ανασαίνουμε. Είναι δεδομένο να εξετάζει το μυαλό μας και το σώμα μας αν μπορούν να νιώσουν ασφάλεια κι αν μπορούν ν’ αφεθούν. Όσο και να προσπαθήσουμε δεν μπορούμε να αποφύγουμε να σκεφτόμαστε ότι είναι όμορφα αλλά όχι άνετα, ούτε ζεστά και κάπως ξένα. Είναι πρακτικά αδύνατο να φωλιάσουμε σε μια καινούρια αγκαλιά χωρίς να τη συγκρίνουμε με την προηγούμενη, το μόνο όμως που χρειάζεται είναι να μην είμαστε ισοπεδωτικοί και να δώσουμε χρόνο. Θέλει χρόνο το καινούριο να μάθει το σώμα μας και χρειάζεται και χρόνος να κι εμείς μάθουμε -διστακτικά στην αρχή- να αγγίζουμε ξανά. Ας μη δαιμονοποιούμε τις συγκρίσεις- είναι ίσως η τακτική του μυαλού μας για να βρει τρόπο να δει πώς θα κάνει το καινούριο πιο οικείο.
Μια μακροχρόνια σχέση, πραγματικά, γίνεται δεύτερο δέρμα πάνω μας και ξαφνικά και συνήθως με βίαιο τρόπο αποκολλάται και μένουμε με μια αίσθηση ότι μάς λείπει κάτι. Και η αλήθεια είναι πως θα χρειαστεί αρκετός καιρός και οι σωστοί χειρισμοί για να σταματήσει αυτή η αίσθηση. Το πόσος χρόνος είναι άγνωστο, όμως μπορούμε να πούμε πως δε χρειάζεται φόβος, ούτε και πίεση. Μπορεί να θεωρούμε ότι σε ξένα χέρια η καρδιά μας και το σώμα μας δε θα μπορέσουν να βρουν τρόπο ν’ αναπτυχθούν, αλλά δεν ισχύει. Αρκεί μια στιγμή τρυφερότητας και σεβασμού για να ξεκινήσει η διαδικασία επούλωσης και αρκετές μέχρι την ολοκλήρωση της. Το θέμα δεν είναι πώς θα χωρέσουμε σε κάτι καινούριο αλλά πώς αυτό το καινούριο θα έρθει να μάς αγκαλιάσει. Όχι για να γίνει σαν την προηγούμενη σχέση μας, αλλά για να νιώσουμε άνετα μέσα σε αυτή, τη νέα σχέση.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου