Ξέχασες ν’ αγαπάς, ξέχασες πώς είναι ν’ αγαπιέσαι. Δεν είναι μια κατάσταση που την επέλεξες συνειδητά ό,τι και να σου λένε. Συνέβαινε αργά κι αφέθηκες ή καλύτερα βούλιαζες σταδιακά όλο και πιο βαθιά και δεν έβρισκες τη δύναμη να βγεις στην επιφάνεια και να διεκδικήσεις την αγάπη όπως της έπρεπε, αλλά κι όπως σου έπρεπε. Στην αρχή πονούσες πολύ κι όσο περνούσε ο καιρός ο πόνος έφευγε, αλλά η πληγή ήταν εκεί. Έτσι γινόταν πάντα, από τα παιδικά σου χρόνια ακόμη, ο πόνος σε κάθε πέσιμο έμοιαζε αφόρητος κι όταν πια καταλάγιαζε, έμενε μονάχα το σημάδι να σου θυμίζει τι να προσέχεις. Μα τώρα, η απουσία αγάπης δεν είναι μόνο ένα σημάδι, αλλά η αρχή μιας μεταμόρφωσης.
Μια μεταμόρφωση που σε έκανε σιγά-σιγά σκληρό, αλύγιστο, απόλυτο. Έτσι, έλεγες, είναι τα πράγματα. «Είμαι καλά, αφού δεν πονάω πλέον» κι άλλαζες χωρίς να το καταλαβαίνεις. Τα μάτια σου έγιναν άκαμπτα, το γέλιο σου νευρικό, έπαψες να μιλάς γι’ αυτά που αγαπάς και να φωνάζεις για να διεκδικήσεις όσα χρειάζεσαι. Το μυαλό σου κλείστηκε σε φυλακή, το σώμα σου το ίδιο. Αρρώσταινες αλλά εκεί, κάθε πρωί σηκωνόσουν, να κοιτάξεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να πεις «έτσι είναι τα πράγματα, προχώρα».
Το αστείο είναι πως δεν πήγαινες πουθενά. Απλώς υπήρχες και τώρα δυσκολεύεσαι να θυμηθείς στιγμές, μέρες, καταστάσεις. Θυμάσαι, όμως, μια στιγμή πριν σκληρύνεις εντελώς που άπλωσες το χέρι σου και το είδες να πέφτει κάτω άδειο. Δεν έκλαψες από πόνο τότε, ή απογοήτευση, έκλαψες γιατί έτσι έπρεπε, έτσι είχες μάθει. Κι η μεταμόρφωση είχε ολοκληρωθεί. Πλέον, πλήρως άδειος από αγάπη, κοιμήθηκες νωρίς εκείνο το βράδυ και ξύπνησες νωρίς, χωρίς να κοιτάξεις καθόλου τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Δε χρειαζόταν, ήξερες πια.
Ή μάλλον, νόμιζες ότι ήξερες. Γιατί όσο και να προσπαθήσουμε, όσο και να προσπαθήσουμε να την ξεχάσουμε η αγάπη δε σβήνει ποτέ, είναι πυξίδα και πάντα σε βοηθάει να βρεις τον δρόμο σου όσο και χαμένος να είσαι, όσο και να έχεις αλλοιωθεί. Η αγάπη είναι το κέντρο του κόσμου αλλά ταυτόχρονα και το κέντρο του καθενός. Η αγάπη είναι η ίδια η ζωή. Όσο αναπνέεις και ζεις, η αγάπη θα βρει τον τρόπο να σου δείξει πως είναι εκεί και να σε μεταμορφώσει ξανά, να σε μαλακώσει. Δεν κρατάει κακία -πώς θα μπορούσε άλλωστε- που σταμάτησες να ενδιαφέρεσαι γι’ αυτήν ή τους λόγους που σε οδήγησαν να την ξεχάσεις. Θα βρει τον δρόμο, αυτή η σταγόνα που υπάρχει μέσα σου, και θα σου ψιθυρίσει πως δε θα σ’ αφήσει. Και θα στο λέει κάθε μέρα, ξανά και ξανά με χίλιους τρόπους μέχρι να τραβήξει ξανά την προσοχή σου.
Ίσως η λύση απέναντι στη σκληράδα να είναι ακριβώς αυτή, να θυμηθούμε και πάλι να ακούμε, για να πιστέψουμε και τέλος να εμπιστευθούμε. Να προσπαθήσουμε για λίγο να μη φωνάζουμε κι ας είμαστε πληγωμένα παιδιά. Να βάλουμε ανθρώπους στη ζωή μας που θα θέλουν να μπουν, να πάρουμε από τον καθένα ξεχωριστά αυτό που θα έχει να μας δώσει, που θα επιλέξει να μας δώσει. Να γίνουμε λίγο ρομαντικοί με τη ζωή, να βοηθήσουμε, να εμπνευστούμε, να κοιτάξουμε λίγο ψηλά κι όχι το πάτωμα. Κι αν δεν έχουμε άλλη ενέργεια, να φεύγουμε πριν μείνουμε μισοί άνθρωποι. Κι αν φύγουν κι από μάς κάποια στιγμή, να θυμόμαστε πως δε θα έμεναν και πολύ έτσι κι αλλιώς κι αυτό είναι οκ. Κι αν όλα πάλι καταφέρουν να χαθούν, θα μπορέσουμε να τα φτιάξουμε ξανά, γιατί οι αγάπες χάνονται, μα η αγάπη ποτέ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου