Πόσο πόνο μπορείς να νιώσεις μαθαίνοντας πως ο άνθρωπός σου συνευρίσκεται ερωτικά με άλλον, όσο εσύ έψαχνες να βρεις να κλείσεις σε ποιο εστιατόριο θα φάτε για βράδυ ή πού θα πάτε διήμερο την επόμενη φορά; Πόση θλίψη μπορεί να γέμισες όταν αντιλήφθηκες κι επιβεβαίωσες πως το έτερόν σου ήμισυ ζει ένα σ’ ένα παράλληλο σύμπαν μ’ έναν άλλον άνθρωπο, ενώ εσύ προσπαθούσες να βρεις το χέρι του για μια αγκαλιά; Διαλύεσαι, κάθε κομμάτι του εαυτού το νιώθεις να πέφτει στο πάτωμα. Λες και κάποιος σου έχει στραγγίξει όλη τη δύναμη κι απλώς μετατρέπεσαι σ’ έναν θεατή ή ακροατή, σε μια σκηνή που παίζεται μπροστά σου κι ούτε είχες φανταστεί ότι μπορείς έχεις πρωταγωνιστικό ρόλο.
Πονάει το άτιμο το κέρατο, πονάει η μοιρασιά του ανθρώπου σου μ’ έναν ξένο. Θέλεις η κτητικότητα κι ο ποδοπατημένος εγωισμός που σε κάνουν να θέλεις να φας τις σάρκες σου από ζήλια, θέλεις ο φόβος για το ποιος θα είσαι την επομένη του σοκ, θέλεις που πρέπει να μαζέψεις τα συναισθήματά σου να τα βάλεις σε μια βαλίτσα και ν’ αποχωρίσεις ηττημένος από έναν πόλεμο που έχασες χωρίς καν να ξέρεις ότι συμμετείχες. Ίσως κι όλα μαζί, να δημιουργούν ένα άσχημο περιβάλλον πόνου, ανασφάλειας και φόβου. Γιατί η ουσία είναι ότι να μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με όποιον θέλουμε αλλά δεν μπορούμε ν’ αδειάζουμε τους ανθρώπους που μάς εμπιστεύονται και στηρίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πάνω μας. Η απιστία είναι πληγή, ακόμα και για τους πιο δυνατούς χαρακτήρες κι αφήνει κατάλοιπα συμπεριφορών που δύσκολα διώχνεις από μέσα σου.
Από την άλλη, αν πάμε κάποια βήματα πίσω και δούμε τις στιγμές πριν από το σημείο μηδέν, θα καταλάβουμε πως τα σημάδια ήταν εκεί αλλά δεν τους δώσαμε σημασία, προσπαθώντας ν’ αποφύγουμε έναν ισχυρότερο πόνο, τον πόνο του τέλους. Πάντα προσπαθούμε ν’ απομακρυνθούμε από τον έντονο πόνο, να τον προσπεράσουμε ή ακόμα και να τον αποφύγουμε -αν μπορούμε- προφανώς για να μην τον νιώσουμε. Όταν νιώθουμε ότι η σχέση μας τελειώνει, ότι τα συναισθήματα του άλλου ή ακόμα και τα δικά μας έχουν αρχίσει να φθίνουν, η πιο συνηθισμένη αντίδραση είναι να γυρίσουμε το κεφάλι από την άλλη και να προσπαθούμε να συνεχίσουμε την ίδια καθημερινότητα με την ιδέα ότι όλα θα βελτιωθούν, ίσως ακόμα και με έναν μαγικό τρόπο. Αυτό, όμως, δημιουργεί ένα κενό ανάμεσα στην πραγματικότητα και σ’ αυτό που ζούμε στο κεφάλι μας και μάς αποδυναμώνει εντελώς, μάλλον επειδή ο πόνος του τέλους είναι πιο δυνατός και δεν μπορούμε να τον διαχειριστούμε.
Αν υπήρχε μέτρο σύγκρισης του πόνου από την απιστία και του τέλους αυτών που νιώθουμε ή αυτών που ένιωθε ο σύντροφός μας, θα συμφωνούσαμε ίσως πως υπερτερεί κατά λίγο ο πόνος και η θλίψη της συναισθηματικής αποστασιοποίησης. Αυτές οι στιγμές που βλέπουμε τον άλλο να απομακρύνεται από μας, ν’ αδιαφορεί, να μη θέλει να μάς πλησιάσει, να τον κοιτάμε στα μάτια και να νιώθουμε την απόρριψη. Στιγμές που προσπαθούμε συνειδητά ν’ αποφύγουμε αλλά όσο εμείς προσπαθούμε να μη νιώσουμε αυτό που έρχεται, τόσο ο άλλος προετοιμάζεται συναισθηματικά και πνευματικά για τη μεγάλη έξοδο. Αυτό δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε, πως όσο εμείς καθόμασταν φοβισμένοι, προσπαθώντας ν’ αποφύγουμε τον πόνο, ο σύντροφος μας έκανε το μεγάλο βήμα.
Δεν είναι ότι απλώς μπορεί να βρήκε να ενωθεί σωματικά με κάποιον άλλο, αλλά ότι μάς αντικατέστησε στο μυαλό του, στην καρδιά του και στο σώμα του κι είναι πραγματικά εξαιρετικά δύσκολο να το συνειδητοποιήσουμε αλλά και να το διαχειριστούμε. Αυτό ειλικρινά θα λέγαμε οτι σακατεύει τις ψυχές των ανθρώπων που μένουν πίσω. Και ο λόγος είναι ότι αισθανόμαστε ξαφνικά τόσο λίγοι να μένουμε με τα λάθη μας και με τα σωστά μας, να ψάχνουμε χωρίς να έχουμε καμία ευκαιρία να διορθώσουμε κάτι, έστω και την ύστατη στιγμή.
Η απιστία, ίσως, είναι η κορυφή μιας συναισθηματικά κατακερματισμένης σχέσης, ίσως να φανερώνει μια βαθύτατη έλλειψη ενσυναίσθησης, αλλά ξεπερνιέται. Η πλήρης αντικατάστασή μας, όμως, από τον σύντροφο μας, όμως, ίσως να λέγαμε ότι είναι κι η πραγματική έννοια της προδοσίας.
Θέλουμε και τη δική σου ιστορία!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου