Ψάξε από δώ, κοίτα από ‘κει, μάταιος κόπος. Δε βρίσκουμε πουθενά τον έρωτα και το παιχνίδι μας θυμίζει πια κρυφτό, κι έτσι οι περισσότεροι βρισκόμαστε με μια κακοφοριασμένη όψη ενώ αμφισβητούμε την ύπαρξή του και καταλήγουμε να λέμε «πάει ο έρωτας, χάθηκε στις μέρες μας».
Δεν μπορείς, παιδί μου να ερωτευτείς, δε γίνεται σου λέω. Αυτό ήταν, ο καθένας μόνος του στο εξής, να περνάμε καλά έχει σημασία. Φάγαμε τα καλύτερά μας χρόνια ψάχνοντάς τον, και τι καταλάβαμε; Απογοήτευση στην απογοήτευση.
Ένα ψέμα ο έρωτας, κάτι ανοησίες ποιητών και τραγουδιστάδων για να πουλάνε βιβλία και δίσκους ή cds -ή ό,τι άλλο πουλάνε στις μέρες μας όλοι αυτοί. Πάει λοιπόν, βγήκε το συμπέρασμα και έτσι κινήσαμε οι περισσότεροι να βρίσκουμε ταίρια με την ώρα. Πάλι καλά που δεν έχουμε επινοήσει το ερωτικό ταξίμετρο, να ξεκινάμε μια σχέση και να πατάμε το κουμπί της ταρίφας -να δείτε που αν είχαμε λίγο περισσότερο θράσος θα το βγάζαμε σε εφαρμογή.
Μαζί με αυτή τη μανία για μαζική κατανάλωση που μας έχει πιάσει, επινοούμε και μαζικής παραγωγής δικαιολογίες. Και σ’ αυτές φυσικά είμαστε άπιαστοι: «Δεν είμαι εγώ για σοβαρά πράγματα», «έχω περάσει δύσκολα με τις προηγούμενες σχέσεις μου», « θέλω την ελευθερία μου, δεν μπορώ την καταπίεση», «εμπιστεύτηκα και πληγώθηκα, να ξέρεις δεν μπορώ να το ξαναζήσω», (και από ένα σαμπουάν μπορεί να μην είσαι ευχαριστημένος αλλά δεν έκοψες το λούσιμο έτσι;) και το κυριότερο «δεν είμαι εγώ για σχέσεις και έρωτες» (ενώ όλοι οι υπόλοιποι γεννηθήκαμε με καρδούλες στο στομάχι και καρδιά σφυρηλατημένη από το σφυρί του Thor).
Ας δούμε όμως και τις αντιδράσεις μας όταν ακούμε τα παραπάνω για να νιώσουμε λίγο το χάος που δημιουργείται με τέτοιες συζητήσεις. Ξεκινάμε με το «Σχέση; Με τίποτα καλέ, μακριά, πού να μπλέκουμε τώρα;», «Όπου βγει» «Χαλαρά να το πάμε, ναι». Κι όλα αυτά μέχρι να εμφανιστεί και ο προσωποποιημένος εγωισμός και να δηλώσουμε στους φίλους «Εγώ θα το αλλάξω αυτό, θα δείτε» (όχι, γιατί θέλουμε να αισθανθούμε ή να κάνουμε τον άλλον να αισθανθεί αλλά γιατί πρέπει να αποδείξουμε πως μπορούμε να καταφέρουμε κάτι διαφορετικό από τους άλλους)
Το νιώθεις το χάος, έτσι; Με συνοπτικές διαδικασίες, λοιπόν, τον τελειώσαμε τον έρωτα. Τον μετατρέψαμε σε κρεβάτι καλής ή κακής ποιότητας, -δεν έχει τόση σημασία- και για τους πιο συναισθηματικούς ακόμα, του δώσαμε και το ονοματάκι «μωρό», χωρίς το μου -δεν κάνουν οι οικειότητες και κτητικότητες, πνιγόμαστε. Λίγο πιο ξεκάθαρα, καταφέραμε να σκοτώσουμε τον έρωτα, το πάθος και τέλος την αγάπη, δηλαδή, τη δική μας συναισθηματική πλευρά και να υιοθετήσουμε ρόλους για να περνάει η ώρα και να μένουμε όλο πιο κενοί κι ανασφαλείς. Και οι βασικές αιτίες για όλα αυτά, είναι ο εγωισμός, ο φόβος, με επιπρόσθετο στοιχείο την έλλειψη συνείδησης. Οπότε αποφεύγουμε, κρίνουμε, απορρίπτουμε χωρίς ούτε μια στιγμή να έχουμε κάνει μια στροφή προς τα μέσα για να δούμε ποιοι είμαστε, τι κάνουμε σωστά ή τι λάθος να διορθώσουμε. Δεν μπαίνουμε καν στη διαδικασία να δούμε ποιοι είμαστε.
Ο έρωτας δεν κρύφτηκε σε κάποια μακρινή σπηλιά στη μέση του πουθενά, εμείς κρύψαμε τους εαυτούς μας από τα συναισθήματα και το μοίρασμα, οπότε εμείς αυτόματα σβήσαμε όποια θέση είχε η καψούρα στη ζωή μας. Αφεθήκαμε σε μια άνευρη κατάσταση που μάς βολεύει κι απλά επινοούμε μύθους και θρύλους για τον έρωτα στα παλαιότερα χρόνια.
Ο έρωτας είμαστε εμείς και τα συναισθήματά μάς μαζί με τις σκέψεις μας, ο έρωτας είμαστε εμείς όταν σταματάμε να φοβόμαστε και βάζουμε επιτέλους το «μου» δίπλα στο μωρό και γίνεται « μωρό μου». Είμαστε εμείς, όταν θα νοιαστούμε για τα προβλήματα (οικογενειακά, επαγγελματικά, ψυχολογικά) του άλλου και θα τα συζητήσουμε. Είμαστε εμείς όταν δε θα φοβηθούμε να κάτσουμε στα δύσκολα και να ξεπεράσουμε τα προβλήματα. Είμαστε εμείς όταν θα ξυπνήσουμε το πρωί και θα φιλήσουμε πρώτα τον άλλο, πριν φιλήσουμε τον εαυτό μας κι όταν θα καληνυχτίσουμε τον άλλο, αφού βάλουμε τον εγωισμό μας για ύπνο. Είμαστε εμείς όταν θα πούμε σ’ αγαπώ και ας είναι αρχή, μέση, τέλος.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου