Ο Μαγιακόφσκι λίγο πριν δώσει τέλος στη ζωή του, έγραψε μεταξύ των άλλων: «Λίλια, αγάπα με.» Ποίηση κι επανάσταση έγιναν καπνός και στο τέλος το μόνο που έμεινε ήταν το αδιέξοδο και ο πόνος για τον ανέφικτο έρωτά του με τη Λίλια Μπρικ. Και ενώ ο επαναστάτης ποιητής την ύστατη στιγμή, το μόνο που ζητούσε ήταν να έχει την απόλυτη αγάπη της Λίλιάς του, παρατηρούμε πολλούς από εμάς σήμερα να βυθιζόμαστε στις τετριμμένες όψεις του έρωτα, να συμβιβαζόμαστε με ψίχουλα συναισθήματος που μπορεί ο σύντροφός μας να δώσει και απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο από την ιδέα ότι μπορούμε να ζήσουμε το επονομαζόμενο «απόλυτο».
Μας ικανοποιεί, αν και δε μάς γεμίζει. Η κρύα απάντηση σε ένα «σ’ αγαπώ» που είναι «το ξέρω», η ωμή παραδοχή μετά από ένα τσακωμό «έτσι αγαπάω εγώ, αφού με ξέρεις» και τέλος η απόλυτη δήλωση «μπορώ να ζήσω και με σένα αλλά και χωρίς εσένα». Μένουμε κι ας χτυπάνε τα καμπανάκια μέσα μας που δείχνουν ότι η ιστορία μας δεν περιλαμβάνει ήρωες διατεθειμένους να ρισκάρουν και τη ζωή τους ο ένας για τον άλλον, ούτε εκείνους που θα κυνηγήσουν να ζήσουν τον απόλυτο έρωτά τους παρά το τίμημα. Ότι τελικά, δε θα ακουστεί στη συγκεκριμένη δυάδα εκείνο το «σ’ αγαπώ» που θα ταράξει την ύπαρξή μας.
Σκέψου -κι αν δεν μπορείς, γιατί έχει εγκλωβιστεί το μυαλό σου ανάμεσα στο σωστό και στο λάθος, νιώσε το- ότι όλες αυτές οι φράσεις είναι δικαιολογίες ενός συμβιβασμένου ανθρώπου με τη μετριότητα στον έρωτα. Ενός ανθρώπου που αισθάνεται καλύτερα στο να μη ρισκάρει τίποτα περισσότερο από αυτό που του επιτρέπει ο εγωισμός του. Αυτό το «το ξέρω» στο «σ’ αγαπώ» και κατ’ επέκταση η δυσκολία να εκφραστούν αυτές οι δύο λέξεις, είναι το πρώτο κουδουνάκι ώστε να αντιληφθείς κάποια συναισθηματική αγκύλωση.
Δε θα το πει πότε κάποιος που δεν το νιώθει ή που δεν ξέρει αν το νιώθει, ας το παραδεχτούμε. Θα ζητάει συνεχώς να το ακούσει, αφού καλύπτει έτσι την όποια ανασφάλεια προκύπτει από τη σκέψη πως ίσως τα θολά αισθήματα να είναι αμοιβαία, μα δε θα ξεβολευτεί σε μια προσπάθεια να καλύψει την ανασφάλεια που δημιουργεί στην απέναντι πλευρά. Ίσως να μην έχει αναπτυγμένη την ενσυναίσθηση, αφού δεν μπορεί να κατανοήσει στο πλήρες τα συναισθήματα που βλέπει, τις ανάγκες, αλλά έπειτα να μοιραστεί και τα δικά του ώστε να δημιουργήσει μια υγιή σχέση. Ίσως πάλι πραγματικά να μην αγαπάει, να βολεύεται απλώς σε αυτά που η απέναντι πλευρά προσφέρει. Σαν να κάθεται σε έναν καναπέ με μεγάλα μαξιλάρια για να ξαποστάσει κι ας απεχθάνεται κάπως το χρώμα από το ριχτάρι.
Δυστυχώς μόλις σταματήσει να τροφοδοτείται αυτή η σχέση με τα συναισθήματα της μίας πλευράς και ταυτόχρονα με την ανάγκη για επιβεβαίωση του άλλου, το τέλος της ιστορίας είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένο. Κι αφού το τέλος γραφτεί με καλλιτεχνικά γράμματα, ίσως μείνεις να αναρωτιέσαι αν έκρυβε και κάτι εξίσου καλλιτεχνικό το κυρίως σώμα της ιστορίας. Αν υπήρξε αληθινό συναίσθημα. Η απάντηση σε αυτήν την απορία είναι συχνά «όχι» κι ας επιτρέπουμε στον απατηλό ρομαντισμό μας να λέει πού και πού το αντίθετο. Και τι κάνουμε; Όταν αντιληφθούμε τα σημάδια της έλλειψης έρωτα, φεύγουμε, πριν αυτό που έχουμε μεταμορφωθεί σε δράκος. Πριν μας στερήσει την ευκαιρία να αναζητήσουμε το απόλυτο.
Και μπορούμε να κυνηγάμε χίμαιρες; Έναν έρωτα που δεν ξέρουμε τι μορφή έχει; Μα ο έρωτας δεν είναι χίμαιρα ούτε αυταπάτη και εδώ είναι το λάθος. Ο έρωτας έχει μία απόλυτη έννοια που είναι το «σ’ αγαπάω, θα μείνω δίπλα σου στα εύκολα και στα δύσκολα, με λόγια και με πράξεις». Είναι το άτομο που θα σταθεροποιήσει την πραγματικότητά μας σε έναν κόσμο που συνεχώς μεταβάλλεται, είναι εκεί να εξημερώνει τις σκέψεις που φωτίζουν τα άγρια ένστικτά μας. Είναι ο εθισμός του άλλου στο σώμα μας και η χαρά που νιώθουμε όταν βλέπουμε να σχηματίζεται η υπέροχη καμπύλη του χαμόγελου στο πρόσωπό του.
Όλα αυτά είναι έρωτας και έχει ένα βαρύ τίμημα που καλούμαστε να πληρώσουμε, να αποδεχτούμε δηλαδή τη μεγάλη του δυσκολία. Και έτσι ολοένα και γίνονται περισσότεροι εκείνοι που δε θα ρισκάρουν, θα προτιμήσουν να συμβιβαστούν με το μέτριο και το λίγο, αφού δεν αντέχουν την ιδέα αυτής της δυσκολίας, δεν αντέχουν να έρθουν αντιμέτωποι με το ουσιαστικότερο αλλά ταυτόχρονα και με το πιο επικίνδυνο και ίσως το πιο ενοχλητικό συναίσθημα.
Αν μάθουμε, τελικά, τι είναι ο έρωτας και καταφέρουμε να το ορίσουμε, τότε μόνο θα τον διεκδικήσουμε και είμαι σίγουρη στο τέλος θα τον κατακτήσουμε. Ίσως μάλιστα καταφέρουμε μαζί με αυτό και κάτι περισσότερο, να αλλάξουμε τον κόσμο προς το καλύτερο. Αν σταματήσουμε να ερωτευόμαστε με την απόλυτη μορφή του και βολευόμαστε στις σχετικές και εμπορεύσιμες μορφές του, τότε εμείς και μαζί και ο κόσμος θα οδηγηθούμε σε μια πραγματικότητα με την απουσία του συναισθήματος. Θα χάσουμε τη δυνατότητα να βελτιώνουμε τον κόσμο μέσα από τα συναισθήματά μας. Με λίγα λόγια διεκδικήστε και αγαπήστε πιο πολύ από αυτό που μπορείτε.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη