Είχαμε δώσει ραντεβού σε ένα από αυτά τα στενάκια της Ναυαρίνου, που δεν ξέρουν πολλοί, ίσως και να μην έψαξαν ποτέ να τα βρουν. Σε ένα από αυτά τα σημεία που δε χρειάζεται κανένα τοπογραφικό μνημείο για να τα περιγράψεις, παρά μόνο ο κρότος απ’ τα λόγια που έχουν ειπωθεί εκεί σε πολλές απ’ τις στιγμές μας. «Γύρω στις εννιά, θα είμαι εκεί και θα σε περιμένω», μου είχες πει…
Το ραντεβού μας, όμως, άλλαξε μέρος, κάπως απρόσμενα. Δεν έμοιαζε με εκείνο πίσω απ’ την πλατεία και δίπλα απ’ το σιντριβάνι. Είχε κάτι διαφορετικό, κάτι που οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να δουν, παρά μόνο εσύ κι εγώ. Καμία σχέση με όλα τα υπόλοιπα, τα φωτάκια άναβαν σε ρυθμό συμφωνικής ορχήστρας, ο αέρας ήπιος και στα μέτρα μου και το βασικότερο, είχα κάνει συμφωνία με τον ουρανό να έχει άστρα. Δεν υπήρχε τίποτα που να έλειπε από μια γυάλινη σφαίρα.
Έμοιαζε με άσπρο ορόσημο, αντίθετο όμως προς τη σημαία μας, ένα κράμα γης κι ουρανού, ένα κράμα ουτοπίας και πραγματικότητας. Η καρδιά μου, κάθε που πλησίαζα εκεί, είχε την όψη μιας κλεψύδρας, που έσπαγε σταδιακά κι οι σκέψεις μου χιλιάδες κόκκοι άμμου που διαμελίζονταν αργά κι ορμητικά ανάμεσα στα πόδια μου -κι οι παλμοί ακόμη ακολουθούσαν εξίσου παθητικά αυτήν την άρνηση.
Όσο κι αν προσπαθούσα μάταια να μεταφράσω, γιατί κανένας από όλους αυτούς εκεί έξω δεν μπορούσε να δει αυτό το μέρος όπως εμείς, δεν το κατάφερα ποτέ.
Τους παρατηρούσα κάθε που το κοιτούσαν, τα μάτια τους άδειαζαν συναισθήματα μαζί με δάκρυα, λες κι είχαν απέναντί τους έναν καθρέφτη κι έβλεπαν τον εαυτό τους αγκαλιά με τον μεγαλύτερό τους φόβο. Τα δικά μας, σαν γαλήνια θάλασσα μετά από φουρτούνα μαζί με δυο γλάρους να συμφωνούν κινητικά με αυτήν την ηρεμία.
Είχα διαβάσει κάποτε πως ένα ποτήρι κρασί μπορεί να ενώσει δύο ανθρώπους, μα εμάς μας ένωσε ένα ποτήρι νέκταρ με δύο δόσεις φορμόλης. Αυτή ίσως και να ήταν η διαφορά μας. Έτσι κάπως σαν να το περίμενα, ήρθε κι η ερώτησή τους για το πιο όμορφο δώρο που έχω πάρει ποτέ στη ζωή μου -κι όμως εκείνοι μπόρεσαν να το δουν πριν από εμένα.
Έμοιαζε με λουτρό ποίησης κι αισθήσεων αποδοσμένο σε μια ανθοδέσμη πλαστικών λουλουδιών, που δεν είχαν ανάγκη από νερό για να μεγαλώσουν, μονάχα από σκόνη κι ας δήλωναν καθολικά άυλα. Έπρεπε να βρουν έναν τρόπο για να ταιριάζουν εικονικά με δύο απ’ τις φωτογραφίες μας -κι ας μην ήταν δύο απ’ τις πολλές που με είχες αγκαλιά.
Έτσι κάπως ορίστηκε κι η αγάπη μας: σε εκείνο το μέρος. Κλείδωσε σε μία περιγραφή, μία ημερομηνία και τα ονόματά μας που την όρισαν, πίσω από ένα άσπρο φόντο κι ας ήταν για πολλούς άψυχο μάρμαρο. Ακόμη κι η φλόγα του έρωτά μας μεταφράστηκε σε δυο σειρές και σε μία στεγασμένη μορφή μορφολογικά δομημένη με τα υπόλοιπα. Αναλογικά όρισαν και την παλέτα της ζωή μας από εδώ και πέρα, μια παλέτα μόνο με άσπρο και μαύρο και με αυστηρό απαγορευτικό προς στις αναμείξεις.
Αυτό ήταν και το φινάλε μας, κάθε αρχή μας το υπόβαθρο μιας τελευταίας σκηνής. Σε ένα σενάριο γραμμένο από σκηνοθέτη που όσα δεν πρόλαβε να κάνει στη ζωή του το χώρεσε μέσα σε μια σκαλέτα. Αν, λοιπόν, ζήσαμε σε μία ταινία, τότε οφείλουμε να αποδώσουμε και τα εύσημα. Αψηφώντας για αυτόν το λόγο γονείς, γνωστούς και φίλους, που ήρθαν για να γιορτάσουν την επέτειό μας αυτή παρά την απουσία μας. Νομίζω πως έχω το δικαίωμα να παραδώσω κάθε απόδοση στα τελευταία σου λόγια.
«Σε είχα δει από χιλιόμετρα μακριά μέσα στο αυτοκίνητό σου. Οι δείκτες στο ρολόι μου χόρευαν σε ρυθμούς αργεντίνικου τάνγκο και δεν μπορούσα να τους σταματήσω για να σε αγγίξω νωρίτερα. Τότε κατάλαβα γιατί φοβόμουν τόσο τα ρολόγια. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να ένα δυναμικό συμβιβασμό με την ταχεία του αμαξιού μου για να σε έχω νωρίτερα στην αγκαλιά μου, δεν υπολόγισα, όμως, πως θα έκανες το ίδιο».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη