Πιο επίκαιρο από ποτέ, αφού είναι εποχή ανασύνταξης, προγραμματισμών και νέων ξεκινημάτων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αντικρίζουμε μια αρκετά γνώριμη και συνηθισμένη εικόνα ενός μικρού παιδιού που είναι γαντζωμένο πάνω στη μητέρα του και δυσκολεύεται εμφανώς να την αφήσει για να περάσει την πόρτα του σχολείου του. Η σημερινή κουβέντα λοιπόν θα περιστραφεί γύρω από το παιδί και τα πρόσωπα που το φροντίζουν, θα μιλήσουμε συγκεκριμένα για το άγχος αποχωρισμού, που είναι η πηγή της εικόνας που περιγράφηκε παραπάνω. Στο άκουσμα αυτών των δύο λέξεων μπορούμε στο περίπου να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται, αλλά θα προχωρήσουμε σε μια βαθύτερη ανάλυση.
Είναι ένα φαινόμενο που αφορά τα βρέφη από περίπου επτά μηνών και μπορεί να φτάσει μέχρι και τα παιδιά ηλικίας έξι ετών. Σχετίζεται με τον φόβο και το άγχος που μπορεί να νιώθουν μη τυχόν πάθει κάτι κακό ή χάσουν το πρόσωπο φροντίδας τους στο οποίο έχουν προσκολληθεί. Η ψυχολογία το ορίζει ως πρόσωπο φροντίδας και όχι ως τον γονέα, τη μητέρα, ή τον πατέρα, τη γιαγιά, ή την παιδαγωγό του σπιτιού γιατί διαφέρει και ποικίλει ανάλογα την περίπτωση και τις συνθήκες που μεγαλώνει το παιδί, ποιο πρόσωπο γίνεται τελικά το πρόσωπο αναφοράς του και αναπτύσσει μαζί του αυτόν τον ιδιαίτερο δεσμό.
Τα μωρά λόγω αναπτυξιακού επιπέδου δεν αυτοκαθορίζονται σε αυτήν τη φάση της ζωής τους ως άτομα και προσωπικότητες ανεξάρτητα από το πρόσωπο αναφοράς τους, έτσι προσκολλώνται μαζί του και δυσκολεύονται να απομακρυνθούν σε διάφορες φάσεις και στιγμές. Γι’ αυτόν τον λόγο μπορεί να δούμε ένα μωρό να κλαίει χωρίς κάποιον προφανή λόγο και να ηρεμεί μόνο όταν επιστρέφει στην αγκαλιά της μητέρας του. Η ανησυχία σχετικά με τον αποχωρισμό από το πρόσωπο φροντίδας δεν επιτρέπει στα παιδιά να μπορούν να απομακρυνθούν με άνεση από αυτό, δυσκολεύονται να φύγουν από το σπίτι, ακολουθούν πιστά το πρόσωπο αυτό όπου κι αν πηγαίνει. Μεγαλώνοντας αισθάνονται ανασφάλεια για να πάνε κάπου μόνα τους, αρνούνται να κοιμηθούν στο δωμάτιό τους, συχνά βλέπουν εφιάλτες με επίκεντρο τον συγκεκριμένο φόβο τους και καθυστερούν ή αναβάλλουν το να πάνε σχολείο, πολλές φορές βρίσκουν ακόμα και δικαιολογίες για να το αποφύγουν.
Γι’ αυτόν τον λόγο είναι καλό να υπάρξει μία μεταβατική διαδικασία που θα γίνει σταδιακά για να μπορεί το παιδί να συνηθίσει τη νέα συνθήκη και κυρίως να νιώθει ασφάλεια χωρίς το πρόσωπο φροντίδας. Είναι προτιμότερο να μείνει λίγο παραπάνω η μητέρα στην αίθουσα, παρά να το αφήσει και να φύγει κάπως απότομα για το παιδί. Έτσι αντί να μειωθεί αυτός ο φόβος, να αυξηθεί και να πάρει άλλες διαστάσεις. Το παιδί χρειάζεται στις νέες συνθήκες να νιώθει ασφάλεια χωρίς το πρόσωπο που είναι προσκολλημένο επάνω του και αυτό ακριβώς είναι το βασικό σημείο: η ασφάλεια. Έχει παρατηρηθεί ότι τα παιδιά που έχουν αναπτύξει ασφαλή συναισθηματικό δεσμό με τα πρόσωπα αναφοράς τους μπορούν να ανταποκριθούν σε πιο σύντομους αποχωρισμούς απ’ αυτό. Δεν είναι όμως καλή λύση για το παιδάκι που δεν είναι έτοιμο για τον αποχωρισμό, αυτό να γίνει απότομα, αλλά ομαλά, σταδιακά και με ηρεμία για να μη νιώθει την εγκατάλειψη, αλλά ότι μπορεί να αισθανθεί και σε κάποιο άλλο περιβάλλον ασφάλεια και φροντίδα μπορώντας να εμπιστευτεί και να νιώσει διαθέσιμα παραπάνω άτομα πέρα απ’ αυτό που έχει συνηθίσει.
Αυτό το άγχος και η ανησυχία που δημιουργείται είναι ένα υγιές μέρος της ανάπτυξης των παιδιών, αφού τα μωρά είναι με αυτόν τον τρόπο προγραμματισμένα ώστε να μεγαλώσουν έχοντας με κάποιο άτομο ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό. Υπάρχει η θεωρία βέβαια ότι αυτός ο δεσμός που δημιουργείται στην πρώτη-πρώτη σχέση ανάμεσα στο παιδί και στο πρόσωπο φροντίδας καθορίζει ουσιαστικά κατά ένα μεγάλο βαθμό τις σχέσεις που θα δημιουργήσει το άτομο μεγαλώνοντας. Οπότε το άγχος αποχωρισμού δεν αφορά μόνο βρέφη και παιδιά, αλλά και ενήλικες, παρατηρώντας βέβαια ότι σε μεγαλύτερες ηλικίες πολλές φορές δε γίνεται εύκολα αντιληπτό.
Για παράδειγμα ένα άτομο που από μικρή ηλικία δεν έχει εξασκηθεί στον αποχωρισμό, δυσκολεύεται αυτό να το εφαρμόσει και στην ενήλικη ζωή του πια, δημιουργώντας πολλές φορές σχέσεις εξάρτησης. Έχει μάθει να στοχεύει στη σταθερότητα για να μη χρειάζεται να αλλάζει περιβάλλον, συνθήκες και τα άτομα που έχει δίπλα του. Τρομάζει με τις αλλαγές και την αίσθηση του απρόβλεπτου θα προτιμούσε να μην τη νιώθει. Μια άλλη δυσκολία που «κουβαλάει» ένα άτομο που έχει βιώσει ως παιδάκι το άγχος αποχωρισμού είναι η δυσκολία να μιλήσει και να εκφράσει τα συναισθήματά του, φοβούμενο πάντα ότι το άτομο που έχει δεθεί μαζί του μπορεί να φύγει ή να πάθει κάτι κακό. Αυτό φέρνει μοιραία σχεδόν και μια δυσκινησία απέναντι σε κάθε αποχωρισμό και αντίο, κρατώντας πολλές φορές σχέσεις, καταστάσεις και δεσμούς που θα ήταν καλύτερο να έχουν ολοκληρωθεί κι αποκοπεί, αλλά αυτός ο φόβος του αντίο δεν του αφήνει ελευθερία κινήσεων.
Για να μπορέσει αυτό το φαινόμενο το άγχος του αποχωρισμού να μειωθεί, στη μικρή ηλικία το περιβάλλον του παιδιού είναι επιθυμητό να προσφέρει ηρεμία στο παιδί, σταδιακές αλλαγές για τις οποίες θα είναι προετοιμασμένο, ομαλή προσαρμογή. Χρειάζεται εμπιστοσύνη, ασφάλεια κι ενσυναίσθηση από το περιβάλλον του. Αυτά τα στοιχεία είναι όλα όσα μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμα για το παιδί ώστε να αντιμετωπίσει το άγχος του και παράλληλα όσα αποζητάει και στις ενήλικες σχέσεις του.
Μπορείς να καταλάβεις ότι ένας ενήλικας ζει με άγχος αποχωρισμού όταν έχει υπερβολική ανησυχία και φόβο μην τυχόν και μείνει μόνος του, αποφεύγει τη μοναξιά, νιώθει έντονα την ανάγκη να γνωρίζει κάθε στιγμή πού βρίσκεται κάποιο άτομο και γενικά έχει στενή σχέση με τον έλεγχο προς τους άλλους ανθρώπους, δυσκολεύεται να αποχωριστεί ανθρώπους, ζώα ακόμα και αντικείμενα, είναι υπερπροστατευτικός επηρεάζοντας την προσωπική, κοινωνική κι επαγγελματική του ζωή. Όλη αυτή η αίσθηση υπάρχει πιθανότητα να εμφανιστεί από μεταγενέστερες εμπειρίες λόγω ξαφνικής απώλειας αγαπημένου προσώπου, αλλά η πιθανότητα να προέρχεται από την παιδική ηλικία και τα παιδικά βιώματα όπου έφεραν το άγχος αποχωρισμού και τότε, είναι υψηλότερη.
Όταν το άγχος αποχωρισμού παρατηρηθεί σε βρέφη είναι απολύτως φυσιολογικό, μεγαλώνοντας χρειάζεται λίγη παραπάνω προσοχή από το οικείο περιβάλλον για να μπορέσει να αντιμετωπιστεί ως ένα βαθμό και να μη γίνει παράσημο της ενήλικης ζωής.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου