Χαιρόμουν για πολλά δικά μας κατορθώματα, όμως γι’ αυτό που περηφανευόμουν, διατηρώντας φοβερή σιγουριά είναι ότι εμείς τα λέμε και τα συζητάμε όλα μεταξύ μας. Τις δυσκολίες μας, αλλά και τις ευτυχίες μας. Συνήθως ήξερα τι θα μου πεις, προτού το κάνεις λέξεις. Μάθαινες τις σκέψεις μου, καθώς παρατηρούσες τις σιωπές μου. Το τέλος μας όμως, δεν είχε την ίδια μοίρα. Εκεί δε μίλησε κανείς, σιωπή, «κρακ» και θρύψαλα. Πεταμένα παντού. Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να τα μαζέψει, να περιποιηθεί τα τραύματα που έμειναν πίσω, να τα μαζέψει, έστω για να μην πέφτουμε συνεχώς πάνω τους με γυμνά πόδια και τρεμάμενα χέρια.
Εσύ όμως ήξερες, εσύ κατάλαβες, γιατί δε μίλησες άραγε; Ήξερες πάντα να βάζεις τις λέξεις στην κατάλληλη σειρά και να λες ακριβώς αυτό που χρειάζεται, τη στιγμή που είναι να ακουστεί. Σε θαύμαζα γι’ αυτό. Ούτε δευτερόλεπτο δεν έπεφτες έξω, ούτε λέξη δε σου ξέφευγε. Είχες για όλα μία θεωρία, μία υπόθεση και μία απόδειξη. Τώρα λοιπόν πες μου, πότε τελειώσαμε; Πώς το κατάλαβες και γιατί δεν ήμασταν μαζί σ’ αυτό;
Ο σιωπηλός χωρισμός είναι αυτό που με τρομάζει περισσότερο απ’ όλα. Δεν υπάρχει το «χωρίζουμε γιατί έτσι». Κάποια πράγματα δεν εννοούνται, πρέπει να λέγονται. Το οφείλουν στην αξία τους, στο όνομα του έρωτα που έχτισαν τη σχέση τους, στην έλξη που τους έφερε κοντά, στα βλέμματα που έλιωναν, στα χέρια που ζητούσαν στα τυφλά το κορμί που καίει. Οι σιωπηλοί χωρισμοί είναι για τους φυγόπονους.
Πότε τελειώσαμε; Γιατί δε μίλησες; Κι όταν το κατάλαβες, έκανες κάτι άραγε γι’ αυτό ή μας άφησες να ξεφουσκώσουμε στο πουθενά; Για δες, εσύ που είχες για όλα μία απάντηση, που με τρόμαζες και με γοήτευες ταυτόχρονα με την ετοιμολογία σου. Εσύ λοιπόν, έκανες αυτό που φοβόμουν, έκανες εκείνο ακριβώς που χρειαζόταν για να ξεθωριάσει η εικόνα σου τόσο γρήγορα. Δεν το ήθελα, αλλά αν ήξερα κι εγώ, θα ήταν αλλιώς. Όπως φαίνεται όμως, δε χρειάστηκε. Σ’ αυτήν την απόφαση, την τελική, ήσουν μόνος, χωρίς εμένα. Για πρώτη και τελευταία φορά.
Φοβάμαι τις αλλαγές, τις τρέμω. Κουρτίνες αλλάζαμε στο σπίτι και προετοιμαζόμουν δύο μήνες γι’ αυτό. Ήταν η τέλεια καθημερινή σου αφορμή για κορόιδεμα, ώσπου γύρισα μία μέρα και οι κουρτίνες είχαν αλλάξει, από σένα. Ανακουφίστηκα που δεν ήμουν εγώ αυτός που θα άλλαζε κάτι και είχες δίκιο όταν μου είπες πως εγώ δε θα το έπαιρνα ποτέ απόφαση. Άρα το πήρες απόφαση γιατί εγώ ήμουν κότα.
Δε μου αρέσει να μου σερβίρουν κάτι που δεν ξέρω, που δεν έχω διαλέξει, που δεν έχω δει και δεν έχω ρωτήσει γι’ αυτό. Φαντάσου λοιπόν πόσο δυσκολοχώνευτος μου είναι ο χωρισμός μας. Χωρίς καμία κουβέντα, μισή λέξη, έσκασε στα μούτρα μου εκεί που δεν το περίμενα. Αν δεν μπορούσες-που το βρίσκω εξαιρετικά ευθυνόφοβο και όχι απλά δειλό-να μου το πεις, ας έγραφες δυο γραμμές. Αφού για ‘μας, όταν οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα μας, τις γράφαμε σε χαρτί. Το είχαμε συνεννοηθεί σιωπηλά αυτό, αλλά ποτέ δεν συνεννοηθήκαμε σιωπηλό χωρισμό. Διόρθωσέ με αν κάνω λάθος.
Εγώ θα προσπαθούσα και το ξέρεις καλά αυτό. Αν μου μιλούσες, αν μου έλεγες όσα νιώθεις και σκέφτεσαι, θα μπορούσα να προσπαθήσω, τώρα απλώς δέχομαι την ειλημμένη απόφαση. Δεν μπορώ να παλέψω με κάτι που δεν υπάρχει, που δε βρήκε τα κότσια να παρουσιαστεί μπροστά μου. Με φαντάσματα δε μου άρεσε ποτέ να παίζω και τώρα έχω γίνει εγώ ένα ίδιο, του εαυτού μου.
Δεν είχα καταλάβει ότι τελείωσε, ρίξε κι εσύ μια προειδοποίηση. Μήπως φοβήθηκες ότι δε θα τα παρατούσα και θα προσπαθούσα; Μήπως σε τρόμαξε η φθορά; Τώρα μεταξύ μας, δεν είμαστε παιδάκια. Δικαίωμά σου να το λήξεις. Δικαίωμά μου να το ξέρω.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου