Η οθόνη του κινητού σου άναψε, ήταν το όνομα που δεν ήθελες να δεις κι ας περίμενες κρυφά όλη την ημέρα. Με έναν τρόπο πάντα θα σου προκαλεί σφίξιμο στο στομάχι, όταν βλέπεις αυτά τα γράμματα ν’ αναβοσβήνουν μπροστά σου. Δε θα μπορούσε να ξεχάσει τα γενέθλιά σου. Είχε οργανώσει ένα μεγάλο πάρτι για ‘σένα, αλλά εσύ είχες προετοιμάσει μεγαλύτερη έκπληξη.
Ξέρεις πως άδειασες τον άνθρωπο που είχες δίπλα σου, πλήγωσες και πληγώθηκες. Τώρα πια προτιμάς να μην είχατε γνωριστεί ποτέ. Είναι και κάποιοι άνθρωποι που αργείς να καταλάβεις για ποιο λόγο μπήκαν στη ζωή σου κι εσύ ακόμα αναρωτιέσαι. Αν είχατε γνωριστεί αργότερα ίσως και να πετύχαινε. Τι σημασία έχει όμως;
Απάντησες βιαστικά στις ευχές, πληκτρολόγησες «πώς είσαι;», αλλά σκέφτηκες πως δε νοιάζεσαι πια. Έσβησες το επιπόλαιο μήνυμα, άφησες το κινητό σου στο τραπέζι κι έβαλες ένα ποτό μαζί με το τραγούδι που ήθελε ν’ ακούει στις ζόρικες στιγμές. Δε σου λείπει και δε σκέφτεσαι τίποτα από ‘σας τους δύο, απλά παρασύρθηκες από το δυνατό γέλιο, αυτό που τώρα πια σιχαίνεσαι. Απορείς ακόμα πώς μπλέξατε εσείς οι δύο, ανάβεις τσιγάρο και πηγαίνεις στους φίλους σου. Διάολε, είχες υποσχεθεί ότι θα το κόψεις.
Οι φίλοι σου ρωτάνε ποιος ήταν στο τηλέφωνο κι αν ήταν αυτός ο άνθρωπος που περίμεναν να γνωρίσουν σήμερα. Απάντησες απότομα και φωναχτά «όχι» και χάθηκε το βλέμμα σου μες τους καπνούς. Γιατί περίμεναν; Γιατί πίστεψαν ότι θα κρατήσει αυτό που εξ αρχής ήταν προορισμένο να τελειώσει; Χάσιμο χρόνου, σκέφτεσαι, για όλους. Ξέρεις όμως καλά πως έγινες όλα όσα φοβόταν κι άντεξε. Έμαθες, όμως, να μην έχεις ανάγκη κανέναν. Δε φάνηκε καμιά στιγμή να το καταλαβαίνει αυτό. Όταν έπρεπε να σε στείλει στο διάολο, ήταν εκεί, δίπλα σου. Εσύ πνιγόσουν, μα δεν έφευγες. Δεν ήθελες να φύγεις πρώτος, ήθελες να το κάνει ο άλλος αντί για ‘σένα. Θυμώνεις επειδή άντεχε, επειδή έκανε υπομονή κι ας ήξερε πόσο λάθος ήταν αυτό και για τους δύο. Πώς μπορούσε;
Η οθόνη του κινητού σου άναβε όλο και πιο σπάνια από το όνομα που σου προκαλούσε πολλά, μα όχι ξεκάθαρα συναισθήματα. Φαντάστηκες πως τώρα πια κατάλαβε και δεν ήθελε άλλες εξηγήσεις. Ανακουφίστηκες επειδή δε χρειαζόταν να πάρεις την ευθύνη κι ας μην ήταν μόνο δικιά σου. Τόσο δειλός. Δε θα μπορούσες να ερωτευτείς. Το ξέρεις, ήταν τόσο λάθος η στιγμή σας.
Θυμάσαι ακόμα εκείνο, το τελευταίο βράδυ. Είπες μια φθηνή δικαιολογία, ακούστηκε σαν να θέλεις να μείνεις μόνος σου. Δεν τόλμησες να πεις πως απλά θέλεις να μείνεις μακριά, γιατί δεν αντέχεις να σταθείς κοντά. Θα ήταν πολύ πιο ειλικρινές εκ μέρους σου, μα δεν τολμάς να το πεις ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό. Περίμενες βέβαια κι ο απέναντί σου να σε καταλάβει, να δει τα όριά σου και να μην τα ξεπερνά. Εσύ έβλεπες έναν άνθρωπο να κλείνει τα μάτια μπροστά σε κάθε αδυναμία, να παίρνει μια βαθιά ανάσα αντί να τα σπάει όλα, να σου κρατά το χέρι αντί να φύγει γρήγορα. Όλα περνούν, ειδικά οι έρωτες, σκέφτεσαι. Ο χρόνος τρέχει και δεν μπορείς να κολλάς σε ανθρώπους που φεύγουν . Και γιατί να το κάνεις, άλλωστε;
Περίμενες ν’ αντιδράσει, να σε κρατήσει, τουλάχιστον να προσπαθήσει. Μα σε άφησε να φύγεις, είχε καταλάβει πόσο φευγάτος ήσουν εδώ και καιρό. Με αξιοπρέπεια κατάλαβε πως ηττήθηκε, μπορεί να πίστεψε σε ‘σένα, αλλά έπεσε έξω, μπορεί να δείλιασε και να μην έφυγε, μα δέχτηκε την απόρριψη. Δεν είναι δα και το πιο δυσκολοχώνευτο φαγητό! Αρκεί μία καθαρή ματιά και πολλή αγάπη στον εαυτό σου για να το δεχτείς και το έκανε. Κι ας μην το περίμενες.
Τώρα πια η οθόνη του κινητού σου έχει ξεχάσει και οι φωτογραφίες σας βρίσκονται κάπου στα διαγραμμένα. Είναι ξανά ο πιο χαμογελαστός κι όμορφος άνθρωπος, όπως όταν γνωριστήκατε. Δεν κρατηθήκατε στο χρόνο. Την επόμενη φορά ίσως τα καταφέρεις. Την επόμενη φορά ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή και για τους δύο, ψιθυρίζεις κι εύχεσαι να είναι ακόμα εκεί. Γυρνάς να ρίξεις μια τελευταία ματιά κι έχει ήδη εξαφανιστεί.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου