Είναι εκείνη η στιγμή που αναλαμβάνεις περισσότερες ευθύνες, παίρνεις μεγαλύτερες αποφάσεις, φροντίζεις παραπάνω, προστατεύεις και νουθετείς τους γονείς σου. Περνάς δηλαδή στην υποστηρικτική φάση, που γίνεσαι γονιός για το γονιό σου κι ας είσαι το παιδί της υπόθεσης. Κάποιες φορές δεν το θες, κάποιες άλλες επιβάλλεται, άλλες σε αναγκάζουν και σε μερικές περιπτώσεις, απλά συμβαίνει.
Υπό κανονικές και υγιείς συνθήκες οι ρόλοι σε μία οικογένεια είναι ευδιάκριτοι και οριοθετημένοι. Ο γονέας προσφέρει αγάπη, προστατεύει, καθοδηγεί και παράλληλα αφήνει ελευθερία κινήσεων στο παιδί του. Και απ’ την άλλη πλευρά, τα παιδιά απολαμβάνουν αυτά τα αγαθά που τους προσφέρονται ανιδιοτελώς.
Τα πράγματα όμως, δε γίνονται πάντα ακριβώς έτσι. Οι ρόλοι αντιστρέφονται σε πολλές περιπτώσεις κι για διαφορετικούς λόγους. Η λιγότερο ανώδυνη μορφή, είναι όταν ο γονιός μεγαλώνει και το παιδί αναλαμβάνει πρωτοβουλίες που ανήκουν σε ΄κείνον. Χρειάζεται να γίνουμε εμείς το ξυπνητήρι που θα τους υπενθυμίζει να πάρουν τα φάρμακά τους, να τους μαγειρέψουμε, να τους αγκαλιάσουμε για όλες εκείνες τις στιγμές που οι δυνάμεις τους τούς εγκατέλειπαν, όμως δε μας άφησαν. Θα τους πάρουμε τηλέφωνο για να τους «ελέγξουμε», να μάθουμε την καθημερινότητά τους και θα κάνουμε διάφορες διερευνητικές ερωτήσεις για να τσεκάρουμε τη μνήμη τους. Θα τους προστατεύσουμε και θα τους φροντίσουμε περισσότερο. Έρχεται η στιγμή που αντί να ζητάμε τη συμβουλή τους, θα τους συμβουλέψουμε εμείς και σχεδόν θ’ απαιτούμε να μας ακούσουν. Στη μεγάλη ανάγκη και στην έκτακτη περίπτωση θα προβούμε ακόμα και σε ψυχολογικά τρικάκια.
Υπάρχουν όμως κι εκείνες οι περιπτώσεις, που συνήθως το μεγαλύτερο παιδί γίνεται γονιός για τα μικρότερα αδέρφια του. Αυτό συμβαίνει σχεδόν αυτόματα, μηχανικά. Σ’ αυτήν την περίπτωση το παιδί μεγαλώνει πιο γρήγορα, αναλαμβάνει ευθύνες που δεν του ανήκουν και ίσως δεν του ταιριάζουν κιόλας. Αν αυτό συμβαίνει μόνο πρακτικά, για την εύρυθμη λειτουργία της οικογένειας και όχι συναισθηματικά, τότε δεν υπάρχει μεγάλο πρόβλημα. Μπορεί αυτή η εμπειρία να λειτουργήσει θετικά, αφού το παιδί μαθαίνει να φροντίζει τους άλλους, γίνεται πιο ανεξάρτητο και αποφασιστικό. Αν όμως το παιδί επωμίζεται και το ψυχολογικό βάρος για να καλύπτει το κενό του πατέρα ή της μητέρας, τότε εγκυμονεί μεγάλο κίνδυνο για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και τη σύγχυση που μπορεί να προκαλέσει αυτό το μπέρδεμα των ρόλων.
Μία ακόμα μορφή αυτής της αντιστροφής των ρόλων, μεταξύ γονέων και παιδιών, συμβαίνει σε περιπτώσεις διαζυγίου, ή ακόμα κι έντονων καβγάδων. Συνήθως το παιδί παρεμβαίνει, με ή χωρίς τη θέλησή του, στις συγκρούσεις των γονιών του, λειτουργεί ως «διαιτητής» ανάμεσά τους, έχοντας κατευναστικό ρόλο, για να πέσουν οι τόνοι μεταξύ τους. Κάποιες φορές τα παιδιά εγκλωβίζονται στο ρόλο του συμμάχου μ’ έναν απ’ τους δύο γονείς, καλούνται να δώσουν απαντήσεις και συμβουλές σε θέματα που δεν τους αφορούν άμεσα, να παρηγορήσουν, να προτείνουν λύσεις στο πρόβλημα των γονιών τους και να τους συμπαρασταθούν. Το παιδί φορτώνεται με άγχος και με ευθύνες που δεν θα ‘πρεπε, ασχολείται με τη ζωή των γονιών του, παραγκωνίζοντας τη δική του, ξεχνά τις ανάγκες και τις ασχολίες του. Ας μην ξεχνάμε ότι μέσα από μία τέτοια συνθήκη, το παιδί πληγώνεται χίλιες φορές περισσότερο απ’ όσο θα πληγωνόταν μ’ έναν χωρισμό. Προτιμά ν’ ασχολούνται οι γονείς με τα δικά του προβλήματα, παρά να σβήνει τις δικές τους εντάσεις.
Ακόμα πιο δύσκολη συνθήκη είναι όταν υπάρχει φυσική παρουσία των γονέων, αλλά δε βιώνεται ο ρόλος τους μέσα στην οικογένεια. Εκεί τα παιδιά γίνονται οι γονείς για τον ίδιο τους τον εαυτό. Συμπληρώνουν δηλαδή το κενό ευθύνης κι όχι της παρουσίας του ενός ή και των δύο γονέων. Το παιδί υποστηρίζει τους γονείς του, λειτουργεί προστατευτικά σε ακραίες περιπτώσεις, συμπαραστέκεται, παίρνει μεγάλες αποφάσεις και πρωτοβουλίες εντελώς ακατάλληλες για το ίδιο. Με αποτέλεσμα να μη ζει την παιδικότητά του, να στερείται τα γονεϊκά πρότυπα ή ακόμα χειρότερα να λαμβάνει εντελώς λανθασμένη εικόνα γι’ αυτά. Μπορεί να μεγαλώνουν εξαιρετικά δυναμικά παιδιά σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά δε μαθαίνουν να εμπιστεύονται, να αισθάνονται ασφάλεια, να απολαμβάνουν προσοχή και φροντίδα, αλλά μόνο να την προσφέρουν.
Σε κάθε περίπτωση που οι ρόλοι αντιστρέφονται, δημιουργείται μία σύγχυση στο μυαλό του παιδιού, που πολύ πιθανά και λογικά θα το συντροφεύει σε όλη την ενήλικη ζωή του. Μαθαίνει πρώτα να δίνει, ενώ δεν έχει καλά-καλά απολαύσει τη μαγεία του να παίρνεις, να δέχεσαι και να ζητάς. Αν έχει μεγαλώσει από μικρό στο ρόλο του γονέα, μεγαλώνοντας βιάζεται στις σχέσεις του να αναλάβει το ρόλο του σωτήρα και του καθοδηγητή για κάποιον. Δυσκολεύεται να απαγκιστρωθεί με το πατρικό του και να δεσμευτεί με τη νέα δική του οικογένεια, γιατί ουσιαστικά δεν το αισθάνεται ως φυσική εξέλιξη. Δεν μπορεί εύκολα να εντοπίσει τις δικές του ανάγκες και να φροντίσει γι’ αυτές, αφού προτιμά να περιθάλπει τους άλλους.
Υπάρχει όμως και η γλυκιά περίπτωση που προκύπτει από την πορεία της ζωής, όπου η αγκαλιά του γονέα γίνεται αδύναμη, γέρικη και τότε ανοίγει διάπλατα η αγκαλιά του παιδιού, που γεύτηκε το ατέρμονο δόσιμο, που περιποιήθηκε αρκετά απ’ τους γονείς του, που δεν έχασε την εμπιστοσύνη και το άγρυπνο μητρικό βλέμμα από πάνω του.
Όποιος κι αν είναι ο λόγος, αυτή η σχέση πάντα θα παρουσιάζει ενδιαφέρον, θα χρειάζεται μεγάλη προσοχή και η ισορροπία θα τρέμει πάνω σ’ ένα λεπτό σχοινί. Απ’ τη στιγμή όμως που συμβαίνει, είναι καλό να αναγνωρίζεται, να αντιμετωπίζεται ευθέως και να μην προσποιούμαστε πως δεν υπάρχει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου