Για κάποιους είναι ξεκάθαρο, για κάποιους άλλους είναι δύσκολο να συμβεί, κάποιοι τον φοβούνται, άλλοι τον επιζητούν, το νιώθουν αρκετά συχνά, πιο έντονα ή και λίγο πιο συνηθισμένα. Αν ρωτήσεις πολλούς ανθρώπους αν έχουν ερωτευτεί ποτέ στη ζωή τους θα πάρεις και διαφορετικές απαντήσεις. Σίγουρα όμως μέσα σε αυτές θα βρεθούν κάποιοι που με περηφάνια, με μελαγχολία, με απορία ή με poker face θα σου πουν πως δεν έχουν βιώσει ακόμα τον έρωτα. Είναι αξιοθαύμαστα τυχεροί ή αξιοπερίεργα άτυχοι; Τους κοιτάζεις με απορία και προσπαθείς να καταλάβεις όσα δε λένε, μήπως υπάρχει κάποιος έρωτας που πάλιωσε, άλλος που πρέπει απεγνωσμένα να ξεχαστεί, ή μήπως κάποιος έρωτας που έμεινε στη θεωρία χωρίς να περάσει στην πράξη; Είναι κι εκείνοι που μπορεί να μην το έχουν ζήσει ακόμα ως τώρα, να έζησαν κάτι που να του έμοιαζε κάπως, αλλά μήπως υπάρχουν και κάποιοι εκεί έξω που δε θα το βιώσουν ποτέ;
Σκέφτομαι όμως μήπως πριν μπούμε στην κουβέντα για το αν μπορεί ο κάθε άνθρωπος σε τούτο εδώ τον πλανήτη να ερωτευτεί, είναι προτιμότερο να ορίσουμε τον έρωτα για να είμαστε σίγουροι σε τι ακριβώς αναφερόμαστε. Απ’ την άλλη όμως διαφωνώ μαζί μου, αφού ο έρωτας δεν είναι κάτι χειροπιαστό, δεν είναι κάτι που βλέπεις, που μπορείς να αγγίξεις, ούτε το συναίσθημα είναι σε όλους το ίδιο, μήπως είναι λοιπόν άδικος και ανεπαρκής ο οποιοσδήποτε ορισμός του; Όσα κι αν πούμε για τον έρωτα πάντα κάτι θα του λείπει και κάπου θα υπερβάλλει. Θα ήταν λοιπόν φοβερή αφέλεια να δώσουμε έναν κούφιο ορισμό, διότι αν κάποιον τον έχει επισκεφτεί έστω και μία φορά τότε σίγουρα θα το είχε καταλάβει, το πέρασμά του δε θα άφηνε αμφιβολία. Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να το παραδεχτεί, αλλά εκείνος μέσα του θα το ήξερε. Γι’ αυτό θα ήθελα σε αυτό εδώ το κείμενο να μην προσπαθήσουμε να ορίσουμε τον έρωτα, να τον δικαιολογήσουμε, να τον χωρέσουμε σε κοστούμια κι εκφράσεις και να τον φορέσουμε σε σώματα που θα μπορούσαν να έχουν ερωτευτεί, αλλά τελικά δεν τα κατάφεραν. Οπότε θα ρωτήσω και πάλι: «Εσύ έχεις ερωτευτεί ποτέ;»
Αφού αποφύγαμε αριστοτεχνικά τις νόρμες και τα κουτάκια, ας πούμε ότι μπορεί να συμβεί κάποιος να μην ερωτευτεί ούτε μία φορά σε όλη του την ζωή. Το επόμενο κι εύλογο ερώτημα είναι γιατί; Ευθύνονται οι εργοστασιακές ρυθμίσεις; Φταίει μήπως ο τρόπος που μεγάλωσε, οι εμπειρίες που βίωσε σε μικρότερη ηλικία; Κάποιος άνθρωπος που τον στιγμάτισε; Μπορεί η αιτία να κρύβεται στην κουλτούρα που ήρθε σε επαφή; Μπορεί κάποιος, τέλος πάντων, να αναπτύξει αντισώματα κατά του έρωτα; Κι αν ναι, πού τα κολλάς, μήπως στα χορηγούν με αντιβίωση, εκπαιδεύεσαι γι’ αυτό ή μεγαλώνοντας αναπτύσσει συγκεκριμένες άμυνες ο οργανισμός σου για να προστατευθεί και να προστατεύσει παράλληλα τους άλλους από σένα;
Μοιραία η αιτία που κάποιος δυσκολεύεται να νιώσει τον έρωτα κρύβεται από τον τρόπο και το περιβάλλον που μεγάλωσε, από την οικογένεια του λοιπόν. Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που μέσα στο σπίτι τους δε γνώρισαν την αγάπη, τη στοργή, την αξία των συναισθημάτων, αλλά την υποτίμηση αυτών, την απαξίωση της συμβολής του έρωτα στη ζωή και την έλλειψη φροντίδας. Μπορεί να μην πιστεύουν στα συναισθήματα και να προσπαθούν να συγκρατηθούν, να υποκριθούν, να μην το δείξουν, αλλά το αποτέλεσμα όλης αυτής της συναισθηματικής καταπίεσης κι έλλειψης είναι μια μη ισορροπημένη ζωή. Μια ζωή που κάτι της λείπει, αλλά κανείς δε μιλά μεσ’ στο σπίτι γι’ αυτό. Απ’ την παιδική ηλικία αποθαρρύνονται να βιώσουν και να εκφράσουν χωρίς να ντρέπονται αυτά τα συναισθήματα κι εν τέλει παραιτούνται από τον έρωτα μεγαλώνοντας, σαν κάτι λογικό, επόμενο και αχρείαστο γι’ αυτούς.
Η δυσκολία κάποιου να συνδεθεί μέσω του έρωτα με έναν άλλο άνθρωπο μπορεί να αναζητηθεί στην εποχή, στην κουλτούρα και στην επικρατέστερη ιδεολογία. Η έννοια του ρομαντισμού, η εξύμνηση του έρωτα φαντάζει μα παρωχημένη ιδέα και πολλές φορές χλευάζεται. Επικρατεί το τεχνοκρατικό πνεύμα, ψυχροί υπολογισμοί, ο ρεαλισμός και η λογική. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο υψώνονται τείχη απέναντι σε αξίες όπως ο έρωτας, η αγάπη και κάθε είδους συναίσθημα που κάνει τους ανθρώπους να φαίνονται αδύναμοι και τους αποπροσανατολίζουν από τα πλάνα τους. Η στοχοπροσήλωση επικεντρώνεται σε πιο υλικές αξίες και μπαίνουν συνεχώς άλλες προτεραιότητες.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά εκείνου που περνά τη ζωή του χωρίς να αφεθεί ποτέ στον έρωτα; Είναι εκείνοι που δεν έχουν καλές σχέσεις με την δοτικότητα. Άνθρωποι που δεν απολαμβάνουν το δόσιμο και όχι μόνο με υλικά αγαθά, αλλά με συναισθήματα και πράξεις που σφραγίζουν όσα νιώθουν και λένε. Δε γίνεται να ερωτευτείς αν δεν μπορείς να δώσεις ένα κομμάτι του εαυτού σου -όχι να τον χάσεις, αλλά να τον χαρίσεις-, χωρίς να μετράς μπακάλικα όσα παίρνεις πίσω.
Απορρίπτουν τον έρωτα εκείνοι που έχουν υψηλό αίσθημα ανωτερότητας. Εκείνοι που δεν πιστεύουν ότι μπορούν να βρουν κάποιον που να τους αξίζει και μαντέψτε, τελικά δε βρίσκουν. Όχι γιατί δεν υπάρχει κανείς εκεί έξω που να τους ταιριάζει, που να μπορεί να τους κάνει να αισθανθούν, απλώς οι ίδιοι δεν το πιστεύουν και άρα δεν το βλέπουν παγιδευμένοι στις ναρκισσιστικές θεωρίες τους. Κρίνουν ότι οι άλλοι είναι κατώτεροί τους, δεν αξίζουν την προσοχή και τις δυνατές στιγμές που μπορεί να προσφέρει ο έρωτας. Ασχολούνται υπερβολικά με τον εαυτό τους, υπολογίζουν ψυχρά και μαθηματικά τις σχέσεις, βγάζοντας αρνητικό άθροισμα, οπότε και δεν τις προτιμούν.
Χαρακτηρίζονται επίσης από αδυναμία συναισθηματικής εμπλοκής και συνήθως το γνωρίζουν. Επιλέγουν δηλαδή συνειδητά να διακόπτουν ό,τι πάει να τους εμπλέξει συναισθηματικά και να τους δέσει με κάποιον άλλον άνθρωπο. Κάνουν σχέσεις και τις χαλάνε ακριβώς πριν το σημείο που αφήνεσαι και σιγά-σιγά δένεσαι. Αποφεύγουν να συνδεθούν και παρά το γεγονός ότι το γνωρίζουν έχουν μάθει να ζουν με αυτόν τον τρόπο που μοιάζει λειτουργικός για τους ίδιους.
Οι τραυματικές εμπειρίες εμποδίζουν το άτομο να αναπτύξει μία συναισθηματική σύνδεση. Αν έχει δηλαδή πληγωθεί βαθιά, αν έχει βιώσει κάποια επίπονη περίπτωση αποχωρισμού, δυσκολεύεται να παραδοθεί στον έρωτα. Το ένστικτο της επιβίωσης; Η προσπάθειά του να προστατευθεί; Η μεγάλη του ανάγκη να μην πληγωθεί ξανά; Ή και όλα αυτά μαζί δημιουργούν ισχυρούς αμυντικούς μηχανισμούς προκειμένου να αποφευχθεί μία ακόμα ιστορία συναισθηματικής περιπέτειας.
Μερικοί άνθρωποι έχουν πραγματική δυσκολία να ερωτευτούν, γιατί έχουν και προβλήματα με την εμπιστοσύνη, δυσκολεύονται να πλησιάσουν ανθρώπους ή η συμπεριφορά τους είναι τέτοια που κάνει τους γύρω του να απομακρύνονται. Αν κάποιος υποστηρίζει ότι δεν έχει ερωτευτεί στη ζωή του, μπορείς να εξετάσεις τις σχέσεις που έχει με τους συγγενείς, τους συνεργάτες και τους φίλους του και πόσο κοντά τους «επιτρέπει» να έρθουν.
Υπάρχει όμως και μία ακόμη περίπτωση που μπλοκάρεται η είσοδος στον έρωτα, για εκείνους που νιώθουν δυνατά συναισθήματα, αλλά τα κρατούν καταπιεσμένα. Οι ίδιοι δεν τους δίνουν αξία ως τέτοια, δεν τολμούν να του φορέσουν την ονομασία «έρωτας» σε όσα νιώθουν και δυσκολεύονται να τα εξωτερικεύσουν. Ζουν έναν καταπιεσμένο έρωτα, έναν έρωτα που δεν άνθισε ποτέ, δεν εκφράστηκε ποτέ. Υπάρχει αδυναμία αυτοέκφρασης κι αν δεν παραδεχτείς ότι το ένιωσες, πώς θα το ονομάσεις έτσι;
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως στην περίπτωση που κάποιος άνθρωπος δεν έχει ερωτευτεί ποτέ, αυτό είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει, μια τέτοια κατάσταση δηλαδή είναι αναστρέψιμη. Χρειάζονται όμως κάποιες προϋποθέσεις. Ξεκινώντας από την παραδοχή. Είναι καλό το άτομο να αναγνωρίσει την αδυναμία του να είναι συναισθηματικά διαθέσιμος. Χρειάζεται να εμπιστευτεί την αξία του έρωτα, ότι είναι κάτι που αξίζει να ζει κανείς και μπορείς να δώσεις στον εαυτό σου μια ευκαιρία να περιπλανηθεί σε αυτό. Δε θα έχει μόνο χαρές, θα στενοχωρηθείς, θα πληγωθείς, θα κλάψεις, αλλά η χαρά, η πληρότητα, η φροντίδα, το νοιάξιμο και η προσοχή που θα πάρεις ίσως αξίζουν τον κόπο. Άσε που κι επιστημονικά μιλώντας ο οργανισμός θα λειτουργεί πιο εύκολα αφού οι ορμόνες χαράς θα κάνουν πάρτι!
Είναι αλήθεια ότι μας αρέσει να υποθέτουμε ότι ο άνθρωπος είναι συνυφασμένος με τα συναισθήματά του και ότι αργά ή γρήγορα θα οδηγηθεί στον έρωτα, απλώς κάποιες φορές χρειάζεται μόνο ο κατάλληλος τρόπος για να ξεκλειδωθεί αυτός ο πολύ καλά κλειστά οργανωμένος μηχανισμός. Μην ξεχνάς πως για να ερωτευτεί κάποιος χρειάζεται να το θέλει, να θέλει όλη αυτήν την πλάνη, τις αισθήσεις στο έπακρο, να χάσει τον έλεγχο, να θες να φροντίσεις και να φροντιστείς. Δεν είναι απαραίτητο ότι φοβούνται όσοι δε φτάνουν στα άκρα για χάρη ενός έρωτα και δε χρειάζεται να τους λυπάσαι γι’ αυτό. Ο έρωτας δεν είναι ικανότητα που κάποιοι δεν την απέκτησαν ποτέ, είναι μία τρέλα, που όσο κι αν χάσεις, θα το ξεχνάς σε κάθε νίκη. Λοιπόν θα ρισκάρεις μήπως πιστέψεις τελικά;
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη