Ίσως τελικά να μην έχει σημασία ποιος θα πει την τελευταία λέξη. Ίσως τελικά να μην έχει σημασία η αρχή ή η μέση της συνάντησης δύο ανθρώπων. Ίσως τελικά να μη σε νοιάζει γιατί χωρίσατε, αν σε χώρισε ή αν η απόφαση ήταν δική σου ή κοινή. Αυτό που μένει όμως και δεν ξεγράφει είναι εκείνες οι λέξεις του χωρισμού, αυτή η τελευταία, μία ανάσα πριν χωριστούν τα βλέμματα και οι δρόμοι σας. Αυτός ο δρόμος που μέχρι πριν λίγο έμοιαζε να είναι ένας και κοινός. Είναι εκείνη η λέξη πριν τη σιωπή, είναι το συναίσθημα που φέρει και μεταφέρει. Είναι ο τρόπος που εκφέρεται, έχει σημασία αν τα μάτια κοιτάζονται ή όχι. Θυμάσαι την κάθε τελευταία σου στιγμή, την κάθε τελευταία φράση, την ανάσα λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι κι ανοίξουν τα φώτα.
Είναι σαν το φαγητό που αποφασίζεις στο τέλος αν σου αρέσει ή όχι, αν το προτιμάς κι αν το θυμάσαι με λαχτάρα ή απέχθεια. Είναι η γεύση που μένει στο τέλος, όσο κι αν εντυπωσιάσει τον ουρανίσκο σου στην αρχή, όσο κι αν δείξει στην πορεία ότι αυτό που έχεις επιλέξει είναι στις γεύσεις σου και φαίνεται ότι όλα έχουν πάει σωστά αφού οι συνδυασμοί έχουν πετύχει, η τελευταία αίσθηση που σου αφήνει είναι αυτή που καθορίζει και τα πάντα. Αυτή η τελευταία λέξη, αυτή η φράση που ξεφορτώνεται η γλώσσα σου όσο σκέφτεσαι το αντίο, είναι εκείνα τα γράμματα που μπαίνουν στη σειρά και μπορούν είτε να τα διαλύσουν όλα βίαια, είτε να τα σουλουπώσουν κάπως άτσαλα.
Ο χωρισμός πάντα είναι χωρισμός, πάντα λίγο πονάει, λίγο τσούζει, λίγο σε ζορίζει, μα ξεπερνιέται. Αφήνεις κάτι πίσω σου, έναν άνθρωπο, πολλές στιγμές, συναισθήματα, μια ιστορία που ολοκληρώνεται κι αυτό σίγουρα δεν μπορεί να είναι ανώδυνο. Ακόμα κι αν το θέλετε δεν μπορεί να είναι όλα βελούδινα, δεν μπορεί να μη μετρήσετε απώλειες, πάθη, λάθη, στιγμές. Δεν μπορεί να τελειώσετε αγκαλιασμένοι και φιλιωμένοι, δηλαδή μπορεί αλλά κάπου-κάπου η πληγή πονάει όπου κι αν σε αγγίξει. Μία λέξη όμως, η κατάλληλη λέξη στην κατάλληλη στιγμή μπορεί όλο αυτό να το κάνει πιο μαλακό, πιο ανθρώπινο.
Όσο ψυχρός κι αν ήταν ο χωρισμός και η φάση πριν απ’ αυτόν, μία φράση λίγο πριν το φινάλε θα κάνει τη δουλειά της και θα γλυκάνει λίγο την ιστορία σας. Ό,τι κι αν έγινε, όποιος κι αν έφταιγε περισσότερο, σε καμία ιστορία αγάπης ή έστω σχεδόν αγάπης δεν αξίζει ένα άσχημο φινάλε. Κάθε άνθρωπος που μοιράστηκε λίγο από τον εαυτό του με τον άλλον άνθρωπο, οφείλει και αξίζει να θυμούνται τις στιγμές τους με χαμόγελο, όχι με πίκρα και θυμό, με λόγια βαριά και λέξεις βιαστικά πεταμένες.
Βέβαια μπορεί να συμβεί και το αντίθετο, μία σχέση που φάνταζε ιδανική και ζηλευτή μπορεί να γκρεμιστεί στο τέλος της ολοκληρωτικά με άγαρμπες κινήσεις και αταίριαστες λέξεις. Και ξέρεις δεν είναι τόσο οι λέξεις που γίνονται ενοχλητικές, αλλά ποιος τις προφέρει και τι συναίσθημα προκαλεί σε αυτόν που τις λαμβάνει. Οι λέξεις δεν είναι ένοχες, ο άνθρωπος που τις χρησιμοποιεί και η χροιά που τους δίνει, τις κάνουν καταστροφικές κι ένοχες. Ίσως φταίει που δεν περίμενες να ακούσεις όλα αυτά τα ψυχρά λόγια από τον άνθρωπο που θεωρούσες δικό σου μέχρι πρότινος, όμως λίγο πριν τον αποχωρισμό ήρθαν στα αφτιά σου όλα εκείνα που δε φανταζόσουν, εκείνα που δεν ήθελες. Ένιωσες να γκρεμίζονται όλα όσα είχατε φτιάξει κι αυτές οι κουβέντες έφτασαν απειλητικά για να διαμορφώσουν την ιστορία σας. Κάπως άδικο ε; Μα συνέβη και δεν μπορείς να το αλλάξεις, δεν μπορείς να ξεχάσεις πώς ένιωσες εκείνα τα δευτερόλεπτα.
Δεν υπάρχουν σωστές ή λάθος λέξεις, μάλλον εκείνες έχουν το νόημα που τους δίνουμε εμείς οι άνθρωποι. Υπάρχει όμως η σωστή και η λάθος στιγμή για να ειπωθεί κάτι, υπάρχουν πράγματα που δε χρειάζεται να ακουστούν κι άλλα τόσα που είναι εντελώς απαραίτητα ακόμα κι αυτήν την ύστατη ώρα για ένα ζευγάρι. Ειδικά μια τόσο εύθραυστη στιγμή, όπως είναι αυτή του χωρισμού οι λέξεις οφείλουν να επιλέγονται με μεγάλη ευγένεια και σεβασμό.
Αυτό το «σ’ αγαπώ» που σου ψιθύρισε λίγο πριν φύγεις μακριά και δεν ξαναγυρίσεις, θα το κρατάς μαζί σου. Δε θα ψάξεις αν το εννοούσε, ή αφού το εννοούσε γιατί σε άφησε να φύγεις, δε θα κάνεις καμία ερώτηση στον εαυτό σου εκείνη τη στιγμή, αρκεί που το άκουσες και ξέρεις ότι είναι ίσως πιο αληθινό από κάθε άλλη φορά. Θα θυμάσαι αυτόν τον άνθρωπο και τουλάχιστον αυτή σας τη στιγμή και θα χαμογελάς. Αυτό το «να προσέχεις» που δείχνει τόση φροντίδα μα και παραίτηση, σε κάνει να σκέφτεσαι μπερδεμένα και περίπλοκα. Πράγματι θέλει να είσαι καλά, δεν αμφιβάλλεις γι’ αυτό, αλλά όχι μαζί αυτήν τη φορά. Σε ζορίζει αυτή η φράση, μα σε γαληνεύει, χαμογελάς θλιμμένα, μα χαμογελάς.
Αυτό το «δε θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου, μετανιώνω το κάθε μας λεπτό» κι άλλα τέτοια πιο βαριά, φράσεις που ντροπιάζουν τον έρωτα και λιγοστεύουν την αξία του, που σημαδεύουν τη σχέση μίας και αυτό είναι το φινάλε της. Λέξεις που δεν ήθελες να βγουν έτσι βίαια από τα χείλη που μέχρι πρότινος φιλούσες ξανά και ξανά. Ειπώθηκαν όμως, έγραψαν λίγο πριν τη σιωπή και δεν αλλάζουν, ποιος έφταιξε περισσότερο, ποιος λιγότερο κι αν είναι άδικο να ακούγονται αυτά δεν έχει σημασία, αφού ειπώθηκαν, ακούστηκαν από δύο ανθρώπους που έδωσαν λίγο από τον εαυτό τους ο ένας στον άλλον. Επέλεξαν να σπάσουν τη σιωπή μ’ έναν τρόπο που κάνει τη σιωπή να μοιάζει χρυσός.
Αναρωτιέμαι όμως: λέμε πάντα πριν το φινάλε ακριβώς αυτό που σκεφτόμαστε ή νιώθουμε; Λέμε αυτά που πρέπει να καταγραφούν; Υπάρχουν λέξεις ή φράσεις-κλειδιά για να ειπωθούν κι άλλες που πρέπει να αποφευχθούν; Τι μπορεί να ειπωθεί λίγο πριν χωριστεί στα δύο μία ιστορία και να μην ενοχλήσει τους πρωταγωνιστές, να μη βλάψει τη στιγμή τους; Κι από την άλλη, ακόμα κι αν πεις «τα σωστά» έχει σημασία; Εκείνη τη στιγμή έχει σημασία αν κάνεις το σωστό; Εκείνη τη στιγμή είναι μόνο το τέλος που πλησιάζει κοντά σας. Ό,τι κι αν ειπωθεί αυτό θα ‘ρθει, μα έχει σημασία πώς θα φύγεις από έναν άνθρωπο, έχει σημασία ποια γεύση θα του αφήσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου