«Ε βέβαια το χατίρι της κόρης σου θα έκανες, δεν περίμενα κάτι διαφορετικό!», «Αυτό το φαγητό δε μου αρέσει καθόλου, δεν είμαι αναγκασμένος να το φάω επειδή το ζήτησε το μικρό!», «Μία φορά να μαλώσεις εκείνον και όχι εμένα, μαράζι το έχω!» Χρειάζεται να πω περισσότερα ή καταλάβατε ακριβώς σε τι αναφέρομαι; Μα φυσικά, μιλάμε για οικογενειακές αναταράξεις μεταξύ παιδιών και γονέων. Βασική προϋπόθεση να υπάρχουν στην οικογένεια τουλάχιστον δύο παιδιά και γονείς που ανησυχούν μη τυχόν κάνουν διακρίσεις ανάμεσα στα τέκνα τους.
Υπάρχουν γονείς που ξημεροβραδιάζονται με αυτήν την αγωνία, μην κάνουν περισσότερα χατίρια σε κάποιο από τα παιδιά τους και να μην ξεχωρίσουν κανένα. Ναι μαμά για κάποιους σαν εσένα λέω. Έχουν ευθύνη και αυξημένο δείκτη ευσυνειδησίας, είναι ένας δύσκολος και αξιέπαινος στόχος. Να πουν ισότιμα “όχι”, να κανακέψουν το ίδιο, να πάρουν τόσες καραμέλες στο ένα όσες και στο άλλο, να επιτρέψουν τα ίδια πράγματα, να μαλώσουν δίκαια και ισάξια. Ευτυχώς οι περισσότεροι γονείς, τουλάχιστον προσπαθούν να μην ξεχωρίσουν τα παιδιά τους, να μεγαλώσουν χωρίς απωθημένα και ανασφάλειες. Παράλληλα όμως να είναι προετοιμασμένα για την κοινωνία που θα ενταχθούν, όπου δε θα τους φροντίσουν όλοι σαν τη μαμά τους και δε θα τους προστατεύσουν όπως έκανε πάντα ο μπαμπάς.
Δεν υπάρχουν γονείς που αγαπάνε κάποιο παιδί περισσότερο, μπορεί όμως να έχουν μεγαλύτερη αδυναμία, ανθρώπινη, μάλλον αυθόρμητη και καθόλου συνειδητή. Παρασύρονται χωρίς να το καταλαβαίνουν, η αγάπη είναι ίδια και ίση, απλά δεν το μεταφέρουν με τον ίδιο τρόπο ή τουλάχιστον με τον τρόπο που μπορεί να δεχτεί κάθε παιδί την αγάπη και τη φροντίδα. Έτσι δημιουργούνται ανασφάλειες, το αίσθημα της αδικίας, άνισες σχέσεις και ανταγωνισμός μεταξύ των παιδιών, όσο κι αν οι γονείς προσπαθούν να τα κάνουν όλα σωστά.
Στην περίπτωση δύο παιδιών διαφορετικού φύλου οι γονείς αναλαμβάνουν κυρίως το ρόλο του διαιτητή και -μιλώντας εκ πείρας- αυτό δε σταματάει όσα χρόνια κι αν περάσουν. «Γιατί φώναξες σε μένα, αφού αυτός με πείραξε πρώτος», «επειδή βάζει τα κλάματα δεν τη μαλώνεις ποτέ» κι άλλα τέτοια. Όταν η μαμά κάνει το «λάθος» να δώσει δύο εναλλακτικές φαγητών για την επόμενη ημέρα, είναι κάτι παραπάνω από δεδομένο πως θα πουν επίτηδες τα αντίθετα, για να δουν σε ποιον θα γίνει τελικά το χατίρι. Μπορεί ο ένας να λαχταρά παστίτσιο, αλλά επειδή το είπε ο αδερφός του, να επιλέξει μουσακά, μόνο για την κόντρα. Τότε η μαμά σοφά πράττοντας, μαγειρεύει ψαρόσουπα και ησυχάζει, γιατί αν διαλέξει κάτι από τις επιλογές τότε θα σταυρώνεται όλη την εβδομάδα για φανερή αδυναμία που έδειξε και το δικαστήριο θα την κρίνει ένοχη χωρίς αναστολή.
Έτσι κι αλλιώς όσο κι αν οι γονείς προσπαθούν να κρατήσουν την ισορροπία ανάμεσα στις σχέσεις και να μην αισθάνεται κανείς αδικημένος, τόσο εκείνα θα παραφυλούν για να να βρουν την παραμικρή ευκαιρία τονίζοντας ότι το αδερφάκι τους ευνοήθηκε περισσότερο από αυτούς. Βρίσκουν δηλαδή αφορμές από εκεί που δεν υπάρχουν, οι γονείς χάνουν τον ύπνο τους κι εκείνα απολαμβάνουν το πείραγμα . Βέβαια κάθε παιδί και με βάση το αναπτυξιακό σύστημα επιζητεί να είναι πρωταγωνιστής στην οικογένεια, να έχει πάνω του τα βλέμματα. Οπότε πάντα θα καμαρώνουμε αν έστω και για λίγα δευτερόλεπτα γίνει το δικό μας και όχι των αδερφών μας.
Σε οικογένειες με δύο παιδιά και πάλι, αλλά του ίδιου φύλου, τα πράγματα μπορεί να είναι πολύ δυσάρεστα όσο είναι μικρά με φοβερό ανταγωνισμό, αλλά μεγαλώνοντας μοιράζονται τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς και τα κοινά ενδιαφέροντα. Απολαμβάνουν τη σχέση τους, ενώ σε μικρότερη ηλικία είναι καλό η προσοχή από το οικογενειακό περιβάλλον να μοιράζεται ακόμα και με μεζούρα αν χρειαστεί. Σε τέτοιες περιπτώσεις ένας από τους δύο γονείς μένει “ξεκρέμαστος” αφού κανείς δεν μπορεί να σπάσει τη συμμαχία του μπαμπά με τις κορούλες του και το δέσιμο της αγορομάνας με τους γιους της.
Περνάμε στην περίπτωση παιδιών «σάντουιτς» ή «τοστ» ή για να μιλήσουμε επιστημονικά το σύνδρομο του μεσαίου παιδιού. Αριθμός παιδιών λοιπόν, τρία. Ανεξάρτητα από τους γονείς, είναι λογικό το μεσαίο παιδί να νιώθει ότι δεν έχει ρόλο. Ο μεγαλύτερος είναι αυτός που έχει απολαύσει κατ’ αποκλειστικότητα την προσοχή, πράγμα που μοιράστηκε με το δεύτερο παιδί και το μικρότερο είναι το παραχαϊδεμένο και πάντα λόγω ηλικίας οι υπόλοιποι οφείλουν να υποχωρούν, είναι μέσα στους άγραφους κανόνες της οικογένειας. Το μεγάλο παιδί έχει το ρόλο του πρωτότοκου, τα κάνει όλα πρώτος, αναλαμβάνει ρόλους, πρωτοβουλίες, ανοίγει το δρόμο για τα μικρότερα, χαίρει μεγαλύτερο μερίδιο εμπιστοσύνης και ανεξαρτησίας. Το μικρότερο είναι αυτό που θα το προσέξουν, θα το χαϊδέψουν περισσότερο και μένει το τρίτο μετέωρο να διεκδικεί ένα ρόλο και την προσοχή με κάποιον τρόπο μες την οικογένεια. Συχνά απομονώνεται και μπορεί να μην εκδηλώσει ποτέ ότι αισθάνεται παραμελημένο. Εκ των πραγμάτων λοιπόν δημιουργείται μία ανισότητα που θέλει ιδιαίτερη διαχείριση από τους γονείς και χώρο για να εκφραστεί και το μεσαίο παιδί.
Στις πολύτεκνες πάλι οικογένειες τα παράπονα είναι πιο συχνά και από το ρήμα «πεινάω.» Τα μεγάλα παιδιά πολλές φορές για πρακτικούς λόγους συμβίωσης, μεγαλώνουν τα μικρότερα αδέρφια τους, οπότε τα ίδια αναγκαστικά ωριμάζουν πιο γρήγορα, αντιμετωπίζονται πρόωρα σα μεγάλα παιδιά, χωρίς να ταιριάζει αυτό στην ηλικία τους. Προσέχουν, φροντίζουν τα μικρά, τους κάνουν τα χατίρια, τα μικρότερα παίρνουν πιο εύκολα ό,τι ζητούν και έχουν μεγαλύτερη ελευθερία σε σχέση με τα μεγάλα. Οι γονείς είναι στη μέση, ψάχνοντας και μοιράζοντας τους ρόλους που αντιστοιχούν στον καθένα, χωρίς να είναι εύκολο να ισορροπήσουν, αφού δεν είναι πάντα πρακτικά εφαρμόσιμο, όσο κι αν το θέλουν.
Βέβαια, η αίσθηση του δικαίου για τα παιδιά δεν είναι ξεκάθαρη και δεν αντικατοπτρίζει πάντα την πραγματικότητα, μιας και πολλές φορές νιώθουν ότι αδικούνται επειδή δε γίνονται τα πράγματα ακριβώς όπως τα θέλουν. Εκφράζονται εγωκεντρικά και με διάθεση να αποδοθεί το δικό τους δίκιο σε σχέση με τα άλλα αδέρφια. «Εμένα δε μου πήρες τα παπούτσια που σου ζήτησα» κι έχει άλλα δέκα στη ντουλάπα «ενώ στο αδέρφι μου μόλις τα ζήτησε του τα αγόρασες, δεν είναι άδικο αυτό τώρα;» κι εκείνο αγόρασε ένα ζευγάρι επειδή τρύπησε το μοναδικό που είχε πριν.
Είναι άξιο αναφοράς, ότι κάθε παιδί έχει διαφορετικό χαρακτήρα και ο γονιός προσαρμόζεται αναλόγως. Στο παιδί που δε συμπαθεί τα φιλιά και τις αγκαλιές, ο γονέας είναι λιγότερο εκδηλωτικός σε σχέση με το άλλο του παιδί που είναι περισσότερο εκδηλωτικό και θέλει συχνά την αγκαλιά και τα χάδια. Αυτό δε σημαίνει ότι ξεχωρίζει τα παιδιά μεταξύ τους, οφείλει όμως να αναζητήσει το μοτίβο που ταιριάζει και στο άλλο παιδί και να ισορροπεί σαν σωστός ακροβάτης συνεχώς ανάμεσά τους. Ένα παιδί νιώθει ότι αδικείται και ταυτόχρονα αποθαρρύνεται ή αντίστροφα όταν δεν αισθάνεται αυτοπεποίθηση, είναι πιο ευάλωτο στο να νιώσει την αδικία. Οι γονείς αναλαμβάνουν με συνεχόμενη ροή να ενθαρρύνουν το παιδί, με υπομονή και όσο χρόνο χρειάζεται. Η σύγκριση μεταξύ τους, βάζει σε μεγαλύτερους μπελάδες, αφού ξεκάθαρα θρέφει την αδικία και απαγορεύει τις ισότιμες λειτουργικές σχέσεις.
Η συμβουλή των ειδικών είναι να μη μπλέκονται οι γονείς σε αυτές τις συζητήσεις που δε θα οδηγήσουν πουθενά, να ακούν το παιδί, το παράπονό του, τους λόγους και τις λύσεις που προτείνει. Να αποδέχονται την καταγγελία που έρχεται κατά πάνω τους, να αφουγκράζονται το αίτημα και να συζητούν μαζί του, δίνοντας χώρο να εκφραστεί, αφού μπορεί η αδικία να είναι ένα καλυμμένο αρνητικό συναίσθημα για κάτι άλλο. Είναι δύσκολο και παντοτινό εγχείρημα να κρατηθεί η ισονομία και η ισότητα μεταξύ των αδελφών, αλλά πραγματικά αξίζει τον κόπο!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου