Και να σας πω και κάτι, όλοι το έχουμε πάθει, το έχουμε κλάψει, το έχουμε σιχτιρίσει, το έχουμε συζητήσει, το έχουμε αναλύσει, το έχουμε προσπεράσει ή μας έχει κάτσει στο λαιμό. Με αυτό έχουμε χωρίσει, ή μάλλον καταλάβαμε ότι χωρίσαμε, έχουμε φάει χυλόπιτα, έχουμε φάει ghosting που λένε και στο χωριό μου. Όλοι μιλάμε γι’ αυτό, φταίει πάντα ο θύτης και λοιδορείται στο εδώλιο του κατηγορουμένου χωρίς κανένα ελαφρυντικό και χωρίς το δικαίωμα να απολογηθεί- δεν το θέλει και τόσο άλλωστε. Όλοι μιλάμε γι’ αυτό, γράφονται άρθρα, τραγούδια, ξεγράφονται έρωτες και καψούρες, αλλά επικρατεί άκρα του τάφου σιωπή για τις στιγμές που το κάνουμε κι εμείς.

Εσύ που με διαβάζεις τώρα και είσαι έξαλλος μετά το τελευταίο διαβάστηκε που γράφτηκε με γκρίζα γράμματα στην οθόνη σου και σε πονάει αντίστοιχα με το «τελείωσε ο γύρος», «εξαντλήθηκε το νουμεράκι σας» και κοιτάς τώρα το κείμενο αυτό και εξοργίζεσαι μόνο στη σκέψη ότι πάω να δικαιολογήσω τον κύριο «διαβάστηκε» – το αρσενικό γένος δεν προσδιορίζει το φύλο και δεν εννοώ ότι το κάνουν οι άντρες μόνο απλά τον έχω φανταστεί με σκούρα γυαλιά ηλίου ανοιχτό λινό πουκάμισο σαγιονάρα και μαγιό- προσπεράστε. Εσύ λοιπόν δεν έχεις αφήσει ποτέ και κανένα γκομενάκι στο «διαβάστηκε»; Κι ακόμα κι αν δεν έχεις αφήσει, δεν υπήρξαν στιγμές που πολύ θα ήθελες να αφήσεις, αλλά πιέστηκες τελευταία στιγμή; Έλα τώρα, μεταξύ κατεργαραίων ειλικρίνεια.

Κάποιος στέλνει μήνυμα και κάποιος το διαβάζει χωρίς όμως να απαντήσει. Γιατί όμως; Αχ αυτό το γιατί, για χάρη του έχουν καταναλωθεί λίτρα αλκοόλ μαζί με καψουροτράγουδα συνοδευμένα με μπινελίκια και κλάματα και δώσ’ του να μπαίνεις ξανά να δεις αν είναι «ενεργός τώρα», μήπως έχει δουλειά και απαντήσει μετά, μήπως κόλλησε το κινητό; Επανεκκίνηση ξανά και ξανά, ανοίγεις wifi, κλείνεις δεδομένα, συνδέεσαι, ξεσυνδέεσαι αλλά το «διαβάστηκε» δε γίνεται «πληκτρολογεί». Γιατί; Σε ξαναρωτάω και πριν αρχίζεις να βρίζεις τη μοίρα σου την ξελογιάστρα, σε παίρνω από το χέρι σου προσφέρω ένα ποτήρι νερό, ένα σοκολάτακι κι έλα να σου πω τι γίνεται με ψυχραιμία, νηφαλιότητα και κατανόηση προς το συνάνθρωπο.

 

 

Σκέψου ότι κάνατε μια συζήτηση τετ α τετ, σε ό,τι λες και συζητάς με κάποιον σου απαντάει πάντα κάτι; Είναι στιγμές που κι εσύ και ο άλλος άνθρωπος κουνάει μόνο το κεφάλι του και συμφωνεί ή διαφωνεί σιωπηλά μαζί σου. Ε λοιπόν ίσως είναι μία τέτοια στιγμή. Δεν έχει δηλαδή κάτι να πει, η συζήτηση μοιάζει να ολοκληρώθηκε, χωρίς να πρέπει κάποιος να πει την τελευταία κουβέντα, χωρίς να πείτε εντάξει τα είπαμε τέλος τώρα, μιλάμε γεια, απλά τελειώνει η συζήτηση. Ειπώθηκαν όσα ήταν να ειπωθούν, γράφτηκαν όσα ήταν να γραφτούν και αντί για «τα λέμε» έχει «διαβάστηκε» το μενού.

Κατ’ επέκταση των παραπάνω, μπορεί να έρχεται στα μηνύματά μία ανακοίνωση ή μία πρόταση στην οποία συμφωνεί αυτός ο άτιμος «ο θύτης», οπότε το διαβάζει δέχεται και end of story. Ε τι να πούμε άλλο από τη στιγμή που συμφωνούμε; Δεν μπορεί να απαντάει συνέχεια και σε όλα απ΄τη στιγμή που δεν έχει κάτι να προσθέσει, λογικά δε σε αποφεύγει, απλώς δεν τρελαίνεται με την περιττή πολυλογία, θέλει να μιλάει για τα ουσιώδη θέματα και όταν έχει πράγματι κάτι να πει. Αν δεν υπάρχει κάτι για να συζητηθεί, προτιμά τη σιωπή η οποία να τονίσω ότι δε σημαίνει αδιαφορία όμως.

Γιατί το επισημαίνω αυτό; Γιατί υπάρχει εκείνη η σιωπή που σημαίνει έλλειψη ενδιαφέροντος. Κοινώς αφήνεις στο «διαβάστηκε» εκείνον που δε γουστάρεις και πολύ. Δε σε νοιάζει να μιλάτε όλη μέρα, δε σε νοιάζει να μιλήσετε κάθε μέρα, γιατί δεν τρελαίνεσαι και τόσο γι’ αυτήν τη συχνή επαφή. Μπορεί να σου στείλει το γκομενάκι σήμερα και να έχεις όρεξη για κουβέντα και να είναι μια χαρά η φάση και μπορεί να στείλεις κι εσύ αύριο, αλλά μεθαύριο να μη στείλεις τίποτα και όταν σου στείλει εσένα να μην απαντήσεις γιατί δεν έχεις σήμερα όρεξη. Δεν είναι τόσο μπερδεμένο όσο φαίνεται, είναι αρκετά λογικό.

Επίσης θα ήθελα να γίνει ειδική μνεία στους ανθρώπους που πραγματικά δεν τα πάνε καλά με αυτά τα social media που λένε όλοι και δεν τα συμπαθούν καθόλου. Δεν προτιμούν αυτό το τσίκι-τσίκι κάθε τρεις και λίγο, δεν είναι αυτός ο τρόπος που θέλουν να επικοινωνούν με τους άλλους ανθρώπους. Δύσκολα ανοίγουν οι ίδιοι συζήτηση μέσω των social και ακόμα πιο δύσκολα απαντούν και πιάνουν κουβεντούλα. Δεν είναι ότι σε «ψήνουν» με κάποιο σκοτσέζικο ντους, γιατί μπορεί από κοντά είναι εξωστρεφείς, ομιλητικοί, κοινωνικοί, αλλά από τα μηνύματα μούγκα. Είναι αυτό το στιλ τους, δεν είναι προσωπικό το θέμα. Το ξέρω μη φωνάζετε, ότι η εποχή είναι τέτοια που είναι σχεδόν αδύνατο να διατηρηθεί μια επικοινωνία παύλα φλερτ παύλα σχέση χωρίς έστω και λίγο αυτό το παιχνίδι, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι ακολουθούν όλοι την τάση της εποχής και ότι τους αρέσει κιόλας. Αν από κοντά τα πράγματα είναι διαφορετικά, τότε το «διαβάστηκε» να μη σε φοβίζει και στην τελική αν ξέρεις ότι δε θα σου απαντήσει, ε μη στείλεις κι εσύ πια!

Αφού είπαμε πριν για όσους συμφωνούν, δεν έχουν να προσθέσουν κάτι άλλο στην κουβέντα και γι’ αυτό το λόγο δεν απαντούν, ας μιλήσουμε και για εκείνους που διαφωνούν με τις λέξεις που έφτασαν στην οθόνη τους και δεν έχουν καμία διάθεση να μπουν σε διάλογο-αντίλογο να δημιουργηθούν εντάσεις και αψιμαχίες. Με ποιον τρόπο αποφεύγουν έναν τσακωμό; Δεν απαντούν στο μήνυμα. Τους νοιάζει; Πραγματικά, όχι!

Τώρα ένα από τα πιο δύσκολα «διαβάστηκε» είναι γιατί κάτι κρύβει. Δεν μπορεί δηλαδή να μιλήσει πάντα και όλες τις ώρες, τα inbox αυτού του ανθρώπου λειτουργούν με ώρες γραφείου. Μπορεί δηλαδή να έχει διπλή ερωτική ζωή, τριπλή και όσους ανθρώπους αντέχει και προλαβαίνει ο καθένας. Μπορεί να κρύβει εσένα από το περιβάλλον του, μην ψάχνεις να το εξηγήσεις, δε θα σου χρειαστεί πουθενά. Το θέμα είναι ότι μπορεί να έχει πράσινο κυκλάκι γύρω από το όνομα και να συνοδεύεται με ένα φανταχτερό «ενεργός τώρα», αλλά αυτό δε σημαίνει και «διαθέσιμος τώρα», τουλάχιστον όχι διαθέσιμος για σένα. Σκληρό το ξέρω, αλλά όφειλα να το πω κι αυτό, να το μάθεις κι εσύ και στην υγεία μας ρε παιδιά!

Δύο άνθρωποι που θεωρητικά φλερτάρουν ή ακόμα και να έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους, όταν πάει να γίνει κουβεντούλα και παιχνίδι μέσω των social και κάποιος αφήνει τον άλλον «στο διαβάστηκε» σημαίνει ότι μάλλον σταμάτησε να γουστάρει, ή δε γουστάρει τόσο και νιώθει άβολα και αμήχανα για να το εξηγήσει και να το πει, οπότε το αποφεύγει. Είναι πολλοί οι άνθρωποι που δυσκολεύονται να πάρουν την ευθύνη και προτιμούν να εξαφανιστούν αντί να απολογηθούν κι έτσι ο άλλος να καταλάβει, έτσι από μόνος του. Χωρίς να χρειαστεί να εξηγήσουν, να απολογηθούν, να δικαιολογηθούν. Έχουν καταλάβει πολλοί άνθρωποι μέσα από ένα «διαβάστηκε» ότι χώρισαν, ζουν ανάμεσά μας, γεμίζουν πλατείες και όχι έναν τριθέσιο καναπέ.

Και μιας και τα λέμε όλα μεταξύ μας θα σας πω από την προσωπική μου εμπειρία γιατί τυχαίνει να αφήσω εγώ κάποιον σε αυτό το ρημαδιασμένο το «διαβάστηκε» ακόμα και γκομενάκι που μ’ ενδιαφέρει. Πλέον έχουμε ίντερνετ παντού και πάντα, σήμα καμπάνα το λεγόμενο. Τα κινητά μας είναι συνεχώς συνδεδεμένα με το διαδίκτυο κι επομένως ενεργοποιημένες όλες τις εφαρμογές που μπορούμε να επικοινωνήσουμε με τους άλλους ανθρώπους. Κάποιες φορές έχουμε δουλειά, ακούμε την ειδοποίηση, ανοίγουμε το μήνυμα γιατί έχουμε απορία για το τι μπορεί μας λέει αυτός ο άνθρωπος, αλλά δεν μπορούμε, δεν προλαβαίνουμε, δε γίνεται να πληκτρολογήσουμε ούτε λέξη εκείνη τη στιγμή που ανοίγουμε το μήνυμα. Και κάπως έτσι μένει στο διαβάστηκε ο άλλος, εμείς έχουμε πάρει την πληροφορία που θέλαμε, αλλά δεν έχουμε δώσει το σήμα ότι το μήνυμα ελήφθη. Στη συνέχεια της ημέρας, περνά η ώρα, έρχονται άλλα μηνύματα, τηλέφωνα, posts, stories και ξεχνιόμαστε, don’t judge.

Αυτό το «διαβάστηκε» έχει πονέσει πολύ κόσμο, αλλά αυτό το «οκ» όταν ο άλλος έχει δώσει την ψυχή του στο προηγούμενο μήνυμα δεν είναι πιο εκνευριστικό; Ή ακόμα χειρότερο όταν το «παραδόθηκε» δε γίνει ποτέ «διαβάστηκε» αλλά ξέρεις ότι ο άλλος το έχει διαβάσει δεν σκέφτεσαι όλους τους πιθανούς τρόπους εξόντωσης; Τους σκέφτεσαι. Και μπορεί το διαβάστηκε να πονάει, το κατανοώ, είναι όμως και κάποιες απαντήσεις, κάποιες λέξεις που σκέφτεσαι καλύτερα να μην είχα απαντήσει τίποτα κι έτσι δεν έχεις τύψεις για όσους αφήνεις στο «διαβάστηκε» και για όσους πρόκειται να αφήσεις!

 

Συντάκτης: Ελεάννα Μαυροπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου