Πότε ξέρεις ότι ξεπέρασες κάποιον στ’ αλήθεια, ποιο είναι το σημείο που το καταλαβαίνεις; Και τι σημαίνει τελικά ξεπερνάω κάποιον, ποιες είναι οι κινήσεις που το συνοδεύουν και τι αίσθηση αφήνουν; Ξεπερνάς και πού πας δηλαδή; Τι έχει παρακάτω; Άμα με αφήσετε θα ρωτάω μέχρι αύριο, οπότε σταματάω τις ερωτήσεις και ξεκινάω μια προσπάθεια να τις απαντήσω, κάπως.
Ξέρεις ότι ξεπέρασες κάποιον όταν δεν κοιτάς το κινητό σου κάθε δύο δευτερόλεπτα για να τσεκάρεις αν σου έστειλε κάποιο μήνυμα, κάποιο σημάδι. Δεν ελέγχεις ποιος κοιτάει τα stories σου, τα likes σου, πού είναι τι κάνει με ποιους βγαίνει, δεν αλλάζεις με ταχύτητα και συχνότητα τις εφαρμογές που είναι πιθανό να σου στείλει κάποιο μήνυμα, δεν μπαινοβγαίνεις στο wifi μη τυχόν κι έχει κολλήσει το σύστημα κι έτσι δε δέχεσαι μηνύματα. Όταν δεν κοιτάς ούτε καν τον ουρανό μη τυχόν και κάποιο λευκό περιστέρι σου μεταφέρει το πολυπόθητο μήνυμα, τότε έχεις κάνει ένα σοβαρό βήμα.
Παρακολουθείς τα νέα από μακριά. Ξέρεις ότι ξεπέρασες κάποιον όταν η προσωπική του ζωή κι εξέλιξη δε σε αφορά, δε σε αγγίζει, δε σε περιλαμβάνει και τα νέα τα μαθαίνεις από τρίτους. Είναι ωραίο να μοιράζεσαι τις σκέψεις, τα όνειρα και τα σχέδιά σου με τον άνθρωπο που μοιράζεσαι και τη ζωή σου. Είναι κάπως συμπαθητικό και γλυκούλι να έχεις χωρίσει, αλλά να μπορείς να χαίρεσαι με τη χαρά του άλλου, να τον βλέπεις να προοδεύει να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα, αλλά κακά τα ψέματα όσο οι ζωές σας μπλέκονται -με όποιον τρόπο- τελικά κανείς δεν προχωράει. Μπορείς να βλέπεις να κάνει όσα θέλει και είχε μοιραστεί μαζί σου και ξέρεις, αλλά από μακριά πια κι αθόρυβα.
Ακούς το όνομα του ατόμου και δε σπας κούπες, τασάκια, κινητάκια. Ξέρεις ότι ξεπέρασες κάποιον όταν μπορείς να ακούσεις το όνομά του χωρίς να βρίσεις, να βάλεις ακόμα ένα ποτό, να ανάψεις ακόμα ένα τσιγάρο, να ακούσεις ακόμα ένα καψουροτράγουδο, να κάψεις ή να βάψεις τις κουρτίνες στο χρώμα που μισούσε, να ρίξεις μπουνιά στο μαξιλάρι, να σπάσεις ένα τασάκι, να ουρλιάξεις με ψυχραιμία πάνω απ’ όλα. Αν γενικά μπορείς να ακούσεις το όνομα που σε ταλαιπωρεί χωρίς να αντιδράσεις κάπως έντονα, αλλά σαν να άκουγες οποιοδήποτε άλλο όνομα, τότε είμαστε σε καλό δρόμο. Να κάνουμε εδώ μία υποσημείωση ότι μπορεί να ακούσεις από τρίτους ακριβώς το όνομα, χωρίς να αναφέρεται όμως στο πρόσωπο που εσύ πιστεύεις. Γίνονται κι αυτά δηλαδή, δεν κινούνται όλα γύρω από την καψούρα σου.
Η ευτυχία σου και η ευτυχία του άλλου είναι ξεχωριστές κι ακέραιες. Ξέρεις ότι ξεπέρασες κάποιον όταν η ευτυχία σου είναι ξεχωριστό κομμάτι από αυτό το άτομο. Όταν δεν το χρειάζεσαι για να είσαι καλά, χαμογελάς, προοδεύεις, εξελίσσεσαι κι ας μην υπάρχει πουθενά στο πλάνο. Η ευτυχία σου δηλαδή είναι εντελώς ανεξάρτητο κομμάτι από τη σχέση σας, δεν εμπεριέχεται πουθενά κι ακόμα μία σημαντική παράμετρος είναι όταν δε νιώθεις την ανάγκη να πας και να τρίψεις στη μούρη της πρώην αγάπης σου τη νυν ευτυχία σου. Δεν εννοώ απαραίτητα μια νέα σχέση γιατί δε συνεπάγεται αυτόματα κι ευτυχία αυτό, εννοώ τη χαρά σου· τα καλά σου νέα δε χρειάζεται να τα μοστράρεις στον άλλον για να υπάρχουν.
Δεν ψάχνεις μες στο πλήθος. Ξέρεις ότι ξεπέρασες κάποιον όταν δεν ψάχνεις να βρεις το πρόσωπό του στους περαστικούς κι αυτό είναι πιο σημαντικό απ’ ό,τι ακούγεται. Δεν αναζητάς την μορφή του στο πλήθος, δε του μοιάζει κανείς και δεν μπερδεύεσαι πια, δεν ταράζεσαι με τη φιγούρα κάποιου που θα μπορούσε να ήταν εκείνος που δε θα ‘θελες να ήταν, ή μπορεί και να ήθελες, δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως όταν ξεπερνάς κάποιον το αν θα τον δεις τυχαία στο δρόμο ή όχι δεν είναι ο αυτοσκοπός σου. Όταν βγαίνεις δεν κάθεσαι στη θέση που κοιτάζει στην είσοδο, όταν περνάς από το στέκι του δεν αναζητούν τα μάτια σου τη μορφή του και γενικά δεν κοιτάς γύρω σου μη τυχόν κι εμφανιστεί.
Ξεχνάς να φέρεις στο μυαλό σου αυτό το πρόσωπο. Ξέρεις ότι ξεπέρασες κάποιον όταν ξεχνάς να τον σκεφτείς, δεν είναι αστείο, δεν είναι φάρσα, είναι γεγονός. Το ότι σκέφτεσαι κάποιον που θέλεις, που αγαπάς, που γουστάρεις, που έχεις ερωτευτεί είναι μια συνήθεια που δεν μπορούσες να αλλάξεις και να κόψεις. Σταμάτησες να παίρνεις τηλέφωνα, σταμάτησες να βρίσκεσαι με τους κολλητούς αυτού του ατόμου, άλλαξες στέκια και τις ώρες που πας γυμναστήριο, αλλά κουμπί που να λέει ότι τώρα σταματάς να σκέφτεσαι κάποιον δεν έχει βγει. Μπορεί μες στην καθημερινότητά σου να έχεις φροντίσει για τα πάντα, αλλά η σκέψη ταξίδευε εκεί που ήθελε χωρίς να μπορείς να την ελέγξεις, μόνο να την επαναφέρεις σε τάξη. Μέχρι την ημέρα που θυμάσαι ότι πάει καιρός από την τελευταία φορά που η σκέψη σου πήγε σε αυτόν τον άνθρωπο.
Δε θα το καταλάβεις. Το σίγουρο είναι πως όταν αυτό θα συμβεί, θα γίνει πολύ αθόρυβα, χωρίς φωνές και τυμπανοκρουσίες, θα ‘ρθει θριαμβευτικά ήσυχα, χωρίς να σε ειδοποιήσει, θα σε αφήσει να το δεις μόνος σου με τον καιρό. Όταν συνειδητοποιήσεις ότι πλέον δε σε διαπερνά κανένα ρίγος με την όψη του, καμία ταραχή με τη φωνή του, καμία ανυπομονησία να δεις αυτά τα μάτια, τότε μπορείς να πεις περήφανα πως έχεις ξεπεράσει. Δε φεύγουν οι άνθρωποι εύκολα από μέσα μας, δε μιλάμε γι’ αυτό και δε χρειάζεται κιόλας. Μ’ εκείνους που έχουμε μοιραστεί τον χρόνο, τις στιγμές και τις επιθυμίες μας τους θέλουμε και λιγάκι να ζουν μέσα μας. Προσοχή, όχι στη ζωή μας, αλλά είναι η κληρονομιά μας. Καθένας απ’ αυτούς είναι έστω και λίγο κάτι απ’ αυτό που είμαστε σήμερα και μόνο γι’ αυτό είναι σημαντικοί.
Και πού πάνε όσοι ξεπερνάμε; Έχουν κάποιο ειδικό μέρος, κάποιο κρυφό δωμάτιο που αγωνίζονται κι εκείνοι να ξεπεράσουν τις δικές τους σκιές; Ή μήπως μετά πηγαίνουν σ’ άλλους ανθρώπους για να ανοίξει ένας καινούριος φαύλος κύκλος; Μα ίσως και να έχουν φύγει εδώ και καιρό. Ξεπερνάω, τι σημαίνει δηλαδή; Ξεπερνάω κάποιον στο ύψος, ξεπερνάω κάποιον στη συλλογή από αυτοκινητάκια, ξεπερνάω κάποιον στην ξεροκεφαλιά, αλλά ξεπερνάω κάποιον τελεία, δεν το καταλαβαίνω ακριβώς. Δηλαδή σταματά να με επηρεάζει; Ναι, κάπως καλύτερα. Σταματάω να τον θέλω στη ζωή μου για να μπορώ να προχωρήσω ως ανεξάρτητη προσωπικότητα; Κάτι γίνεται. Σταματάω να τον τοποθετώ στα σχέδιά μου; Σίγουρα ναι. Αλλά ξεπερνάω τον έρωτά μας -αυτό που ζήσαμε και μαζί- όχι. Ο έρωτας είναι για να βιώνεται, να θαυμάζεται και να λατρεύεται σε βάθος και με πίστη, όχι για να ξεπερνιέται.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου