Μπήκε Αύγουστος και δεν πήραμε χαμπάρι, αλλά αν κοιτάξεις τον ουρανό τη νύχτα θα καταλάβεις. Θα δεις ότι το καλοκαίρι βρίσκεται στην καλύτερη φάση του, το αυγουστιάτικο φεγγάρι στέκει ολόγιομο και σε προκαλεί να χαθείς μέσα του. Δεν έχεις άλλη επιλογή, δεν είναι η ώρα για να ξεχάσεις όσα πασχίζεις να μη θυμάσαι, δεν είναι η ώρα να δείξεις πόσο αντί-ρομαντικός είσαι. Είναι η στιγμή που σου προσφέρεται μοναδικά, για να αφεθείς. Πόσο διαφορετικό είναι αυτό το φεγγάρι τον Αύγουστο και όχι το Δεκέμβρη, για παράδειγμα. Το φεγγάρι φωνάζει «είναι Αύγουστος ερωτευτείτε». Μία μελωδία ψιθυρίζεται στο πίσω μέρος του μυαλού, o «Αύγουστος» του Νίκου Παπάζογλου και κάποιοι λένε ότι είναι ο ύμνος των ερωτευμένων.
Ξεκινά μ’ εκείνη τη χαρά που αισθάνεσαι ως ερωτευμένος με γεμάτη ψυχή, αλλά νιώθεις ότι κάτι θα πάει στραβά. Αυτό το «σε καλό να μας βγει», σε κάθε γέλιο, αυτό που φοβάσαι πως κάτι θα στραβώσει γιατί είναι «πολύ καλό για να ‘ναι αληθινό», αυτό που σκέφτεσαι πως η δική σου ευτυχία ακαριαία δυστυχεί κάποιον άλλον. Πριν προλάβεις να διώξεις κάθε στρυφνή σκέψη, σου κρατά το χέρι και σε προειδοποιεί για το τέλος, μα δε σου λέει να φύγεις, δε σε αφήνει να φύγεις.
«Σ’ αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω», δε θα μπορούσε παρά να είναι ο πιο αβάσταχτος καημός εκείνου που αγαπά, η φωνή που κόβεται, που δεν μπορεί να συλλαβίσει το πιο όμορφο ρήμα στον κόσμο. Γιατί δεν πρέπει, γιατί δεν είναι σωστό, γιατί ο δρόμος είναι αδιάβατος, όμως εκείνη ούτε και τώρα φεύγει, είναι εκεί για να σου δώσει κουράγιο, να σου σφίξει πιο πολύ το χέρι. Να σου πει πως «θα περάσει κι αυτό», κι ας μην το εννοεί, κι ας το απεύχεται κατά βάθος. Ισορροπεί σε αυτό το άλφα που προστίθεται στο σ’ αγαπώ κι έτσι καταφέρνει να προχωρά.
Όσο εσύ θα πρέπει να ξεχάσεις τα μαλλιά, τα φιλιά, τις στιγμές κι έτσι οδηγείσαι εκεί, ακόμη μία φορά κι ας ξέρεις πως δε θα καταλήξει κάπου κι ας βγει και σε κακό. Θα πας, αφού απεχθάνεσαι τα «πρέπει» κι όσο τα αποφεύγεις τόσο πλησιάζουν τη σκιά σου. Ποιος είναι εκείνος που ορίζει τι είναι εφικτό και τι όχι και τι χρειάζεσαι για να αντισταθείς σ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο;
Κάνεις ένα βήμα πίσω και κοιτάζεις το θαύμα, έχεις καθαρή ματιά για να το αντικρίσεις, να δεις τα πάντα στο βλέμμα εκείνο, τη χαρά και τη λύπη, το φως, το σκοτάδι, την ελευθερία και τη δέσμευση. Προσπαθείς να φύγεις μα ξέρεις πως λίγο από σένα θα είναι πάντα εκεί -ή και πολύ. Ποιος είναι αυτός που μπόρεσε ποτέ να μετρήσει τον πόθο του έρωτα; Αισθάνεσαι τόσο τυχερός που δεν έκλεισες τα μάτια και μπόρεσες τουλάχιστον να το δεις, να το αγγίξεις κι ας μην το έζησες, ας μην το έπιασες στα χέρια σου. Μπορεί και να μη χρειαζόταν, ίσως θάμπωνε, ίσως έσπαγε, μα θα είναι εκεί, για να σου θυμίσει ότι κάποια φορά συνέβη.
Το τραγούδι αυτό, όπως ο ίδιος ο Νίκος Παπάζογλου εξομολογήθηκε, γράφτηκε ή μάλλον σκαρφίστηκε τον Αύγουστο του ’78 από τον ίδιο. Μετά το σεισμό της Θεσσαλονίκης κι ενώ η κόρη του μόλις είχε γεννηθεί, το σπίτι του είχε υποστεί σοβαρή ζημιά. Έτσι η γυναίκα με το παιδί πήγαν ως την Αμερική κι εκείνος δέχτηκε το κάλεσμα του Σαββόπουλου στο Πήλιο. Εκεί αντίκρισε μία καλλονή, που τον ανάγκασε να γυρίσει πίσω και να κλειστεί στο σπίτι της Θεσσαλονίκης, να αρνηθεί τον έρωτα και να διαλέξει την οικογένεια. Φοβήθηκε πολύ, βέβαια το αποτέλεσμα για μας απολαυστικό, ένα ατμοσφαιρικό τραγούδι που σε ανατριχιάζει με τη μελωδία του και τη χροιά του Παπάζογλου που δε τον μπερδεύεις με κανέναν άλλο.
Στην πραγματικότητα δεν το έγραψε ποτέ αυτό το τραγούδι με χαρτί και μολύβι, το είχε στο μυαλό του, το σιγοτραγούδησε με την κιθάρα του και λίγα χρόνια αργότερα, το 1984 μας το χάρισε στο δίσκο «Χαράτσι». Εκείνη που στάθηκε αφορμή γι’ αυτό το ερωτικό ποίημα ξέρει και η γυναίκα του ξέρει. Κι όμως αυτά τα δύο μπορούν να συνυπάρξουν στην ίδια πρόταση, τουλάχιστον για χάρη της τέχνης. Απ’ την άλλη μεριά, είναι η κόρη του που της ανήκει το δεύτερο μισό του τραγουδιού, εκεί που τελικά η νέα ζωή νίκησε τον αδυσώπητο έρωτα.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.