Τα μάτια και το μέρος που κοιτάζουν προδίδουν και θα προδίδουν πάντα τον έρωτα.
Αυτή είναι η αρχή και το τέλος της σημερινής ιστορίας. Μία ιστορία με τις λέξεις και τη μελωδία του Damien Rice, η δική του εξομολόγηση για τον έρωτα. Για το δικό του βλέμμα, που δεν μπόρεσε να απαγκιστρωθεί από εκείνη τη μορφή, τη δική του ελεύθερη φωνή έκφρασης για έναν έρωτα που χάθηκε στα σκοτεινά μονοπάτια του ανεκπλήρωτου. Η ιστορία του έφτασε σε ‘μας το 2002, οι λέξεις της όμως χόρευαν λίγα χρόνια πριν, στα τέλη της δεκαετίας του ’90.
Τότε ο ίδιος εργαζόταν σε τηλεφωνικό κέντρο πωλήσεων. Η δουλειά του ήταν να μιλάει συνεχώς με αγνώστους, προσπαθώντας να πουλήσει δάνεια και ασφάλειες, ακολουθώντας φυσικά το πρωτόκολλο. Μία μέρα του καλοκαιριού, όμως η γλυκιά φωνή στην άλλη άκρη του ακουστικού τόν έφερε στην ευχάριστη θέση να παραβλέψει τους κανόνες και να μιλήσει αρκετή ώρα μαζί της. Σε μία συζήτηση πολύ προσωπική, έξω από το εργασιακό πλαίσιο κι εντελώς στα όρια του προσωπικού ενδιαφέροντος. Η φωνή φαινόταν καθημερινά να ανταποκρίνεται στο δικό του κάλεσμα και η συζήτηση για ένα μήνα να συνεχίζεται αδιάκοπα, χωρίς να έχουν συναντηθεί ποτέ. Μιλούσαν αρκετή ώρα, ο πρωταγωνιστής παρασύρθηκε στη φωνή εκείνου του κοριτσιού και τη μορφή που είχε ζωγραφιστεί στο μυαλό του με τόσες λεπτομέρειες.
Ξαφνικά όμως το σκηνικό άλλαξε, το τηλέφωνο χτυπούσε, αλλά η καλοσυνάτη φωνή δεν απαντούσε. Όσο επίμονες κι αν ήταν οι κλήσεις στο τηλέφωνο του κοριτσιού, άλλο τόσο σταθερά επίμονη ήταν και η αγνόησή του. Βρήκε τα στοιχεία του σπιτιού και αποφασισμένος έφτασε ως την πόρτα της για να τη συναντήσει. Τίποτα δεν τον είχε προετοιμάσει γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Η πόρτα άνοιξε, ένα κορίτσι βγήκε από το σπίτι και μιλώντας εκείνη, ο Rice την αναγνώρισε, δε θα μπορούσε να μπερδέψει τη φωνή που του έκανε συντροφιά τόσες μέρες. Ήταν κρυμμένος, αλλά πολύ κοντά για να ακούσει τη λέξη «μαμά» που βγήκε από τα χείλη του 16χρονου κοριτσιού. Έμεινε έκπληκτος, κοιτάζοντάς την και μην μπορώντας να γυρίσει αλλού το βλέμμα του, πέρα από την κοπέλα που μέχρι πριν λίγα λεπτά νόμιζε ότι ήταν η αδελφή ψυχή του.
Η εικόνα που είχε πλάσει στο μυαλό του δεν έμοιαζε καθόλου με όσα είδε, χαμένος στις σκέψεις του και στα συναισθήματά του που σκορπίστηκαν, συνειδητοποίησε τη σκληρή αλήθεια, πως αυτό το κορίτσι ήταν μαθήτρια και μιλούσε μαζί του όσο εκείνη απολάμβανε τις καλοκαιρινές της διακοπές. Δεν εξομολογήθηκε σε κανέναν αυτήν την ιστορία, την κρατούσε για κάτι ξεχωριστό. Έτσι, έπλεξε λέξεις και ρυθμό και την έκανε τραγούδι. Ένα τραγούδι που ψιθυρίστηκε δειλά από τον ίδιο και αργότερα από πολλούς ακόμα, που θέλησαν να υμνήσουν τον έρωτα.
Ακούγοντάς το νομίζει κανείς πως ο τίτλος είναι “I can’t take my eyes off you” η στιγμή δηλαδή που κορυφώθηκε η ιστορία. Αντίθετα ο καλλιτέχνης και πρωταγωνιστής μας αποφάσισε να βάλει τη δική του πρωταγωνίστρια στον τίτλο. Η λέξη «blower» στην αγγλική αργκό σημαίνει τηλέφωνο κι έτσι εξηγούνται όλα. Το μέσο που τους έφερε κοντά κι ας μη συναντήθηκαν ποτέ και “daughter”, η κόρη. Επέλεξε αυτές τις λέξεις ενδεχομένως για να θυμίζει στον εαυτό του το λόγο που αυτή η αγάπη έπρεπε και θα έμενε ανεκπλήρωτη.
Αυτό ήταν λοιπόν, ακριβώς έτσι όπως είχες πει ότι θα γίνει. Μια αφήγηση, λυπημένη, αλλά όμορφη. Μια μορφή που δεν μπορεί να βγει από το μυαλό και δύο μάτια που μένουν κολλημένα πάνω της. Είναι μερικοί άνθρωποι που εκπέμπουν φως, δεν μπορείς να τους προσπεράσεις, δεν μπορείς να πας παρακάτω χωρίς να σταθείς για λίγο ή και για πολύ. Ποιος είπε όμως ότι οι σύντομες ιστορίες αγάπης δεν πονάνε; Ποιος είναι αυτός που ορίζει τι είναι επιτρεπτό και λογικό στον έρωτα;
Το τραγούδι εξιστορεί τη διαδρομή μίας μονόδρομης αγάπης. Μία αγάπη που δεν εκπληρώθηκε ποτέ, που δε χρειάστηκε πολύ χρόνο για να ονομαστεί αγάπη, που έφτασε απότομα στη διάλυση, με τον πιο δύσκολο τρόπο. Το δρόμο που θέλει τον έναν να καίγεται και τον άλλον να προσπερνά. Οι λόγοι δεν έχουν πάντα σημασία. Το ταξίδι του αφηγητή είναι σκληρό, αντικρίζει την ωμή πραγματικότητα. Σε παρασύρει μαζί του, με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο, στην πιο άηχη κραυγή του ερωτευμένου, στο βλέμμα. Σε πείθει για όσα νιώθει και στο μυαλό σου σχηματίζεται η δική σου μορφή, θυμάσαι κι εσύ τις μέρες που δεν ξεκολλούσαν τα μάτια.
Η διαδρομή ίσως διαφέρει από τη δική σου, ο προορισμός όμως είναι ο ίδιος, η γεύση του έρωτα ή μάλλον η σχεδόν γεύση. Μία χαρούμενη εμπειρία ή μήπως η πιο λυπηρή; Η διάθεση σε όλο το τραγούδι λαχταρά εκείνο που δεν μπορεί να έχει, η ανάγκη που εκφράζει είναι καθαρή και συνειδητή, δεν ενδιαφέρεται αν τελικά θα μπορέσει να έχει αυτό που θέλει ή όχι. Κάποιες φορές στον έρωτα αφαιρούνται όλοι οι δευτερεύοντες ρόλοι, απουσιάζουν όλα εκείνα που δεν αφορούν αποκλειστικά τους δύο και απομένουν μόνο τα πιο ουσιαστικά στοιχεία του.
Δεν μπορούν όμως όλοι, δεν αντέχουν όλοι αυτό το απόσταγμα του έρωτα. Ίσως η πρωταγωνίστρια δεν πιστεύει σε αυτό που συμβαίνει, στο συναίσθημα που τρέχει προς το μέρος της, αναπτύσσει αμυντικούς μηχανισμούς μέχρι να φύγει, πόσες και πόσες ιστορίες κάηκαν στον ίδιο βωμό; Ο πρωταγωνιστής από την άλλη, δεν σταματά να σκέφτεται, να κοιτάζει αυτό που έπλασε στο μυαλό του, χωρίς να ξέρει πολλά, μέχρι την ημέρα που θα φύγει κι εκείνος. Μέχρι την ημέρα που θα βρει κάποιον άλλον, όπως ενοχικά και σχεδόν χωρίς ανάσα μας μεταφέρει ένα δευτερόλεπτο πριν κλείσει η ιστορία του.
Νομίζεις μερικές φορές, μαζί με τον άνθρωπο που μπαίνει στη ζωή σου ότι φυσάει ένας άνεμος αλλαγής. Αγγίζει όμως μόνο εκείνους που το περίμεναν, μόνο εκείνους που ήθελαν να αλλάξουν, μόνο εκείνους που τολμούν και δεν αγαπούν εκείνα που συνήθισαν. Έτσι το αεράκι θα ξεχαστεί σύντομα, θα είναι σα να μην πέρασε ποτέ από εδώ. Η ζωή θα συνεχιστεί.
Αυτή η ασάφεια συναισθημάτων, αυτό το εσωτερικό δίλημμα όταν μία ιστορία φτάνει στο τέλος της, είσαι χαρούμενος που το έζησες ή λυπημένος που τελείωσε;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου