«Το παιδί λέει συνέχεια ψέματα, δεν μπορούμε να του έχουμε εμπιστοσύνη, τι θα κάνουμε;» «Τα έχω δοκιμάσει όλα, προσπαθώ συνέχεια, αλλά απομακρύνεται κι από ‘μένα κι από την αλήθεια, δεν αντέχω άλλο, προσπάθησε να του μιλήσεις κι εσύ και τελικά ποιος του έμαθε να λέει τόσα ψέματα;» Όταν οι γονείς καταλαβαίνουν ότι το παιδί τούς κρύβει την αλήθεια σχεδόν αυθόρμητα, τους πιάνει πανικός και αναζητούν συνήθως δύσκολες λύσεις, ενώ οι απαντήσεις βρίσκονται στο ίδιο τους το σπίτι.
«Αν χτυπήσει το τηλέφωνο σήκωσέ το και πες ότι δεν είμαι εδώ», «Θα πάρουμε αυτή τη σοκολάτα, αλλά δε θα το πούμε στη μαμά», «Στο μπαμπά θα πούμε ότι γύρισες στις τρεις κι όχι στις πέντε, εντάξει;», «πάρε το δικό μου αμάξι απόψε, αλλά μη με βάλεις να τσακωθώ με τη μάνα σου, να μην το μάθει». Ακόμα αναρωτιέσαι ποιος έμαθε στο παιδί να λέει ψέματα;
Γνωρίζοντας τον κόσμο, το παιδί μιμείται τους μεγάλους κι έτσι σ’ αυτές τις περιπτώσεις μαθαίνει πως δε χρειάζεται να λέει πάντα την αλήθεια. Όπως κάνουν οι μεγάλοι, μπορεί και το ίδιο να χρησιμοποιεί τα ψέματα για να αποφύγει κάτι που δεν του αρέσει, να τραβήξει την προσοχή των άλλων και να μοιάζει λίγο στους μεγάλους, που είναι σχεδόν πάντα ο στόχος τους.
Βέβαια δεν είναι όλα τα ψέματα και τόσο ψέματα. Τα παιδιά ως έξι χρονών δεν ψεύδονται συνειδητά, δεν καταλαβαίνουν που σταματά η αλήθεια και που αρχίζει η φαντασία τους. Δεν χρειάζονται έντονες αντιδράσεις σε αυτήν την ηλικία από τους γονείς, γιατί θα δημιουργήσουν το αίσθημα του φόβου. Χρειάζεται με ηρεμία να του ξεκαθαρίσουν αυτούς τους δύο κόσμους, τον πραγματικό και το φανταστικό.
Ως τα δώδεκά τους χρόνια τα παιδιά αντιλαμβάνονται καλύτερα τον κόσμο και όταν λένε ψέματα το κάνουν από επιλογή, εντελώς συνειδητά. Μια πιο αυστηρή τιμωρία, δε θα λύσει το πρόβλημα, αφού το πιο πιθανό είναι να ακολουθήσουν ακόμα πιο μεγάλα ψέματα. Είναι καλό να υπάρχει συνεχώς ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ τους και με ηρεμία οι γονείς να δείξουν εμπιστοσύνη και προσοχή. Το ζητούμενο είναι το παιδί να καταλάβει το λάθος του κι όχι να τιμωρείται γι’ αυτό.
Όταν πια ξεκινάει η εφηβεία, απαιτείται ειλικρίνεια με ξεκάθαρα λόγια και σαφείς εξηγήσεις. Ο έφηβος ίσως προσπαθεί να δώσει μια διαφορετική εικόνα στα γεγονότα, οπότε οι γονείς καλό θα ήταν να σεβαστούν τα συναισθήματα και τις απόψεις του, να συζητάνε και να προσπαθούν να μπουν στη θέση του. Τα όρια που βάζουν δε χρειάζεται να γίνονται κάθε φορά και πιο αυστηρά ώστε να ελέγξουν το παιδί τους, γιατί θα αντιδράσει ακόμα πιο έντονα, θα προσπαθεί συνεχώς να αποστασιοποιηθεί από τον κόσμο των μεγάλων και τους κανόνες της οικογένειας αφού νιώθει δεν του ταιριάζουν.
Τα παιδιά λένε ψέματα όταν η αλήθεια τους δεν είναι αυτή που θα ευχαριστήσει την κοσμοθεωρία της οικογένειας. Η ευθύνη χωρίζεται κάπου ανάμεσα στα παιδιά και στους γονείς. Εκείνοι ευθύνονται γιατί αντιδρούν υπερβολικά, είναι καταπιεστικοί, βάζουν συνεχώς περιορισμούς, χωρίς να δίνουν ελευθερίες, κρίνουν και ξεχνούν να επιβραβεύουν. Όταν η συμπεριφορά του παιδιού τους δεν αγγίζει το τέλειο στα δικά τους μάτια, αψηφούν τις επιλογές, τις επιθυμίες και τις δυνατότητες του και σχεδόν αναγκάζουν το παιδί να κρύβει την αλήθεια προκειμένου να γλιτώσει το κήρυγμα.
Υπάρχουν βέβαια κι οι γονείς καταφέρνουν τις περισσότερες φορές τουλάχιστον να είναι τόσο κουλ όσο χρειάζεται, να θέτουν ξεκάθαρα όρια τα οποία αφήνουν περιθώριο στο παιδί να αναπνεύσει, να νιώθει ελεύθερο και ανεξάρτητο -κι ας μην είναι τόσο στην πραγματικότητα-, του αναθέτουν υποχρεώσεις, το αφήνουν να πάρει πρωτοβουλίες και να αναλάβει ευθύνες. Δε στέκονται απέναντί του, αλλά δίπλα του, δεν τιμωρούν μόνο αλλά επαινούν, αντιλαμβάνονται το ρυθμό της κοινωνίας, της εποχής και της ηλικίας του παιδιού. Δείχνουν εμπιστοσύνη κι ας τρέμει η καρδιά τους. Όσο το παιδί μεγαλώνει, πρέπει να είναι ανεξάρτητο, τα όρια να μην παραμένουν σταθερά αυστηρά και να δείχνουν στο παιδί πως καταλαβαίνουν τις ανάγκες του.
Αν θέλουμε ένα παιδί να εκφράζει σχεδόν πάντα την αλήθεια, θα πρέπει να έχει και ξεκάθαρα μηνύματα από τους γύρω του κι οι γονείς να συμφωνούν μεταξύ τους. Έτσι, το παιδί επιδιώκει να διαφυλάξει την εμπιστοσύνη που του έχουν οι γονείς του σαν κάτι μοναδικά πολύτιμο, αφού στην πραγματικότητα είναι. Δε θέλει σε καμία περίπτωση να τους απογοητεύσει για να τους τραβήξει με αυτόν τον τρόπο την προσοχή, αφού ξέρει πως θα πάρει την επιβεβαίωση και την αγάπη τους αν κάνει κάτι καλό. Επομένως δε νιώθει την ανάγκη να προκαλέσει αρνητικά συναισθήματα για να πάρει την απαιτούμενη φροντίδα από τους γονείς του, δε φοβάται τις αντιδράσεις τους γι’ αυτό είναι δεκτικό σε οποιαδήποτε συζήτηση.
Όσο οι γονείς φέρονται όπως θέλουν οι ίδιοι να βλέπουν το βλαστάρι τους, τότε κερδίζουν έδαφος χωρίς ακραίους χειρισμούς. Οφείλουν πρώτα οι ίδιοι να είναι το πρότυπο των παιδιών τους και μετά να ζητάνε από εκείνα να φέρονται σωστά. Ακόμα και στις περιπτώσεις που παρά την καλή επικοινωνία και την αμοιβαία εμπιστοσύνη χαθεί προσωρινά ο έλεγχος, θα πρέπει να σταθούν δίπλα του και να το στηρίξουν, για να αποδείξουν στην πράξη την εμπιστοσύνη που του έχουν.
Είναι μεγάλο κατόρθωμα να ξέρεις τι γίνεται στη ζωή και στην ψυχή του παιδιού σου, κάτι που δε χαρίζεται απλόχερα από κανέναν. Με τη δική σου συμπεριφορά ως γονιός το κερδίζεις ή το χάνεις.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Εφρεμίδη