Οι ερωτήσεις μπορεί να είναι πολλές και διαφορετικές, η απάντηση όμως είναι μία και μοναδική: «μια χαρά μωρέ». Όσες ερωτήσεις κι αν προσθέσουμε, όση φαντασία κι όση διάθεση για κουβέντα κι αν έχουμε, η απάντηση δε θα αλλάξει. «Τι κάνεις; Πώς πάει η υγεία της μαμάς σου; Πώς τα πάτε με το αμόρε; Πώς είναι η καινούρια δουλειά; Πώς τα πέρασες στο ταξίδι;» και αμέτρητα ακόμα πώς και γιατί, η απάντηση που θα πάρουμε πίσω, προς καμία έκπληξή μας, κυμαίνεται μεταξύ του «όλα καλά», «μια χαρά», «είμαι καλά».
Οι πιο αισιόδοξα επίμονοι θα συνεχίσουμε με αρκετά υποερωτήματα, ή τουλάχιστον θα προσπαθήσουμε να συνεχίσουμε τη συζήτηση, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Λυπάμαι σε αυτήν την περίπτωση όλοι εμείς είμαστε ο πιο αδύναμος κρίκος. Ο συνομιλητής μας είναι πάντα καλά, δεν υπάρχει καμία διαφορά αν έχουμε να τον δούμε δύο χρόνια ή αν τον είδαμε χθες, δεν έχει επίσης καμία σημασία αν έχει συμβεί κάτι πολύ στενάχωρο, αλλά ούτε και κάτι φοβερά ενθουσιώδες.
Αυτοί οι τύποι, οι πάντα είμαι καλά κι ως εκεί, μπορεί να είναι καλοί μας φίλοι, τους ξέρουμε χρόνια, τους έχουμε μάθει πλέον και δε μας προξενεί καμία εντύπωση αυτή η «πολυλογία τους». Στην αρχή μοιάζουν παράξενοι, σαν να μη θέλουν να μιλήσουν για όσα τους αφορούν, σαν να φοβούνται να ανοιχτούν, να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους, κάποιες φορές σκεφτόμαστε ότι μάλλον κάτι κρύβουν, ίσως και να μη μας συμπαθούν. Στην πορεία όμως, τους γνωρίζουμε καλύτερα, μέχρι εκεί που μας επιτρέπουν φυσικά, καταλαβαίνουμε ότι είναι ωραίοι τύποι, πολύ κουλ και χαμογελαστοί. Δεν κάνουν τίποτα επιτηδευμένα, απλά έτσι είναι. Δε θα τους ακούσουμε να μιζεριάζουν, δε μας κάνουν γκρίνιες και παράπονα και δε μας μεταφέρουν αρνητική ενέργεια. Ως εδώ καλά, καταλάβαμε ότι δεν είναι ξινοί και ότι μας συμπαθούν, μας δυσκολεύουν όμως πάρα πολύ στην κουβέντα και στο χρόνο που δεν καλύπτεται όταν βγαίνουμε μαζί τους για καφέ.
Σχεδόν πάντα ξεκινάμε εμείς λέγοντας τα δικά μας νέα για να ξεκολλήσει η συζήτηση. Αναλύουμε, ρωτάμε τη γνώμη τους, εκεί ίσως δοθούν κάποιες απαντήσεις, πολύ συγκεκριμένες, ξεκάθαρες και χωρίς περιττά λόγια, εννοείται. Για εκείνους τα πράγματα είναι συνήθως πολύ απλά, οπότε δεν περιμένουμε σούπερ λεπτομερείς συμβουλές και αναλύσεις. Εκείνοι επειδή είναι πάντα καλά, ίσως δεν καταλαβαίνουν τα δικά μας νεύρα με το συνάδελφο στη δουλειά, δε μας νιώθουν όταν είμαστε προδομένοι από τον έρωτα κι από τη ζωή, δεν μπορούν να καταλάβουν το κλαψούρισμά μας επειδή μαλώσαμε με τον παιδικό μας φίλο και σχεδόν αμφισβητούν τον ενθουσιασμό μας για το νέα γνωριμία που κάναμε χθες βράδυ. Εμείς, από τη δική μας πλευρά, απορούμε σε κάθε συνάντηση μαζί τους, πώς γίνεται αυτοί οι άνθρωποι να είναι πάντα καλά, θαρρείς πως ισορροπούν τη ζωή τους πάνω σε μία πολύ καλά ζυγισμένη ευθεία γραμμή. Η απορία που αιωρείται συνέχεια πάνω από τα κεφάλια μας είναι αν όλη αυτή η στάση απέναντι στα γεγονότα και τους ανθρώπους αποτελεί μία πολύ καλά πετυχημένη άμυνα για τους ίδιους ή νιώθουν όντως μια χαρά όταν μας το λένε και το επαναλαμβάνουν με σιγουριά.
Συνήθως είναι χαμογελαστοί, δε δημιουργούν προβλήματα στις παρέες τους, είναι μέσα σε όλα και σπανιότατα μπλέκουν σε διαφωνίες. Δε θα τους δούμε νευριασμένους, μπλεγμένους σε διλήμματα και αδιέξοδες καταστάσεις. Αποφεύγουν τους μπελάδες και δεν τους δημιουργούν. Έχουν πρόχειρη την ψυχραιμία είτε αρχίζουν μια σχέση είτε την τελειώνουν και σε ακόμα μεγαλύτερη ετοιμότητα βρίσκουν την ηρεμία σε δουλειές που τους αρέσουν ή απεχθάνονται. Δεν ενθουσιάζονται εύκολα –αν όχι ποτέ- κι αν αυτό συμβεί δε θα το εξωτερικεύσουν τόσο απλά. Βέβαια ούτε η απογοήτευση υπάρχει στο λεξιλόγιό τους, διαρκεί μονάχα πέντε λεπτά και μετά χάνει μαγικά την αξία της. Ώρες-ώρες απορούμε αν κυλάει αίμα στις φλέβες τους ή νερό. Εμείς χοροπηδάμε από τη χαρά μας και πέφτουμε στα πατώματα από τη στενοχώρια μας κι εκείνοι είναι δίπλα μας και μας κοιτάζουν εκνευριστικά ήρεμα και εντελώς λιγομίλητοι. Δεν είναι αναίσθητοι, δεν είναι αδιάφοροι για το πρόβλημά μας, απλά έτσι έχουν μάθει να ζουν. Όπως αντιμετωπίζουν τις δικές μας περίπλοκες καταστάσεις, αντιμετωπίζουν και τις δικές τους, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Εκείνοι έχουν για όλα μία λύση κι αν δεν υπάρχει λύση, τότε απλά αδιαφορούν για το πρόβλημα. Εμείς, ενίοτε θέλουμε να τους μοιάσουμε κι άλλοτε απορούμε πώς τα καταφέρνουν να ζουν έτσι, δε βαριούνται;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου