Τα δεύτερα παιδιά είναι τελικά τυχερά ή λιγότερο ευνοημένα σε σχέση με τα πρώτα; Τους βολεύει να είναι τα μικρότερα ή ασφυκτιούν σ’ αυτήν τη φορεσιά; Διαφέρουν με το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας ή προσπαθούν να του μοιάσουν; Αν είσαι το δεύτερο παιδί της οικογένειας, ήδη ξέρεις τις απαντήσεις. Αν από την άλλη είσαι το πρώτο, το μικρότερο, το μεσαίο ή ακόμα κι ο ίδιος ο γονιός, ξέρεις κι εσύ όπως κι εγώ, πως όλοι αυτοί οι «τίτλοι» μοιράζονται δύο κοινά δεδομένα. Κάθε παιδί, σ’ όποια ηλικία και να βρίσκεται, επιδιώκει κι επιζητεί την προσοχή από το οικογενειακό περιβάλλον. Τ’ άλλο δεδομένο είναι ότι ο χρόνος κι η σημασία που λαμβάνει κάθε παιδί μετά το πρώτο, είναι μοιρασμένοι. Κι αυτό είναι κάτι που καλώς ή κακώς δε θα αλλάξει, όχι γιατί φταίει κάποιος, αλλά γιατί αυτή είναι η κοινωνική δομή της οικογένειας.
Τα δεύτερα παιδιά μες στην οικογένεια, συνήθως γίνονται -χωρίς απαραίτητα να το θέλουν ή να το καταλαβαίνουν- όσα δεν είναι το αδελφάκι τους. Υποσυνείδητα προσπαθούν να γίνουν διαφορετικά από τ’ άλλο δήθεν βάσανο του σπιτιού, μπας και λάβουν λίγη περισσότερη προσοχή και πάψουν για μια στιγμή να τη μοιράζονται. Είναι αυταπόδεικτο γεγονός πως το παιδί που τυχαίνει να γεννηθεί πρώτο, ό,τι κι αν κάνει αποτελεί καινούργια εμπειρία για τους γονείς. Στο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι να εισβάλλει και το δεύτερο παιδάκι, νιώθει σημαντικό, λαμβάνει βασιλική μεταχείριση, απολαμβάνει την αμέριστη προσοχή των γονιών και μοιάζει πάντα κάπως προνομιούχο- χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα μόνο θετικό και να μην κρύβει τις αρνητικές του πλευρές.
Απ’ την άλλη, το δεύτερο παιδί από τη στιγμή που γεννιέται βρίσκεται σε διαφορετική θέση και μοιράζεται τα πάντα. Μπορεί το αδελφάκι του να γίνει σύμμαχος, πρότυπο αλλά κι ανταγωνιστής του. Μεταξύ τους βρίσκονται σε μια διαρκή μάχη, φανερή ή σιωπηλή, στην οποία νιώθει πως πρέπει να ξεπεράσει τον μεγαλύτερο. Είναι ένα από τα ταλέντα του να εντοπίζει τις αδύναμες πλευρές του «αντιπάλου» και να φροντίζει να γίνουν τα δικά του δυνατά σημεία. Πώς αλλιώς θα βγει νικητής στη συνειδητή ή ασυνείδητη αναμέτρηση που πραγματοποιείται στον εγκέφαλό του;
Για παράδειγμα, αν στο σχολείο το πρώτο παιδί δεν παρακολουθεί, δε διαβάζει ή δεν κάνει τις ασκήσεις του, τότε μοιραία λαμβάνει περισσότερη προσοχή από το οικογενειακό του περιβάλλον -το οποίο προσπαθεί απλώς να βελτιώσει την κατάσταση. Το μικρότερο αδελφάκι ξέρει πως αν κάνει το ίδιο, θα μοιραστεί το πρόβλημα -και την προσοχή- μαζί του, ενώ ο σκοπός είναι να πάρει όλο τον χρόνο και το ενδιαφέρον που του αναλογεί. Οπότε η λύση είναι μία, γίνεται άριστος μαθητής, διαβάζει χωρίς να του το ζητήσουν, παίρνει καλούς βαθμούς κι απολαμβάνει τα συγχαρητήρια και τον ενθουσιασμό όλων, έχοντας πετύχει να διαφοροποιηθεί. Αν ταυτόχρονα το πρώτο παιδί έχει ταλέντο στη ζωγραφική, το άλλο θα προσπαθήσει να βρει το δικό του χάρισμα ώστε να αναπτύξει μία δεξιότητα που θα του προσφέρει αναγνώριση. Δε θα καταπιαστεί συνήθως με κάτι που το αδελφάκι του τα πηγαίνει πολύ καλά, αλλά με κάτι διαφορετικό, ώστε σ’ αυτό που κάνει να είναι το καλύτερο. Άλλωστε δε θέλει να μειώσει την προσπάθεια που κάνει το αίμα του, απλά ζητά αυτό το χάιδεμα το παραπανίσιο, εκείνο που δεν έλαβε.
Συνηθίζεται παρ’ όλα αυτά τα μικρότερα παιδιά να υποτιμούνται από τα μεγαλύτερα και να έρχονται αντιμέτωπα με έλλειψη σεβασμού, μιας και λόγω ηλικίας δεν καταφέρνουν όσα τα αδέρφια τους πραγματοποιούν με ευκολία. Άλλη δύναμη, γνώση και δεξιότητα χαρακτηρίζει τον αγαπημένο τους μπελά που τους ρίχνει ένα κεφάλι. Έτσι εκείνα, γνωρίζοντας πως είναι σε μειονεκτική θέση, βρίσκουν άλλους τρόπους να ξεχωρίσουν. Συχνά κάνουν την παιδικότητά τους αυτή όπλο, αφού ξέρουν πως είναι ένα χαρακτηριστικό που πάντα κερδίζει τη συμπάθεια όλων. Εξάλλου κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει γι’ αυτό, δε χρειάζεται να μεγαλώσουν γρήγορα, θα είναι πάντα οι μικροί της οικογένειας και θα απολαμβάνουν την επιείκεια των γύρω τους.
Η σειρά γέννησης ενός παιδιού μες στην οικογένεια, παίζει καθοριστικό ρόλο τόσο στις σχέσεις που δημιουργούνται εντός αυτής, όσο κι εκτός αυτής αργότερα στη ζωή του. Η Αντλεριανή ψυχολογία τόνισε χαρακτηριστικά ότι τα αδέλφια μπορεί να μεγαλώνουν κάτω από την ίδια στέγη, με τους ίδιους γονείς, βιώνουν όμως -λόγω της διαφορετικής σειράς γέννησής τους- ένα πολύ διαφορετικό «κοινωνικό» περιβάλλον που διαμορφώνει ιδιαίτερα τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά τους. Βέβαια δεν πρόκειται τόσο για τη σειρά γέννησης, όσο για την ερμηνεία που δίνεται από την ίδια την οικογένεια και την κοινωνία ταυτόχρονα. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, αλλά πολύ συχνό, παιδιά της ίδιας οικογένειας να παρουσιάζουν εκ διαμέτρου αντίθετες συμπεριφορές και προσωπικότητες.
Αυτή η διαφοροποίηση στον χαρακτήρα τους οφείλεται στο γεγονός ότι έχουν ένα ακόμη πρότυπο συμπεριφοράς που τους επηρεάζει εκτός από τους γονείς τους, το μεγαλύτερο αδελφάκι τους. Σε αντίθεση με το πρώτο παιδί που είχε ως μοναδικό παράδειγμα τους γονείς του, το νεότερο έχει ένα υπόδειγμα πιο κοντά στην ηλικία του με τελείως ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία. Σε βάθος χρόνου γίνεται ακόμα πιο αισθητή η επιρροή που δέχθηκαν στην παιδική, εφηβική, ενήλικη -και παντοτινή- ηλικία από το γλυκό τους πρόβλημα. Αυτός ο άτυπος ανταγωνισμός ανάμεσα στα δύο πρώτα παιδιά επηρεάζει προφανώς και τη μετέπειτα πορεία της ζωής τους.
Εκτός από το διαφορετικό πρότυπο, είναι επίσης διαφορετικά τα ερεθίσματα και οι προσλαμβάνουσες του δεύτερου παιδιού. Έρχεται σε επαφή με παιχνίδια, δραστηριότητες και παρέες που ανήκουν σε μια μεγαλύτερη ηλικιακή ομάδα απ’ εκείνο. Μπορεί μεγαλώνοντας να δημιουργήσει το δικό του κοινωνικό κύκλο -ή μπορεί και να μείνει προσκολλημένο στον αδερφό, όμως η επαφή κι η τριβή με ανθρώπους και κοινωνικές δραστηριότητες που περιλαμβάνουν ωριμότερα παιδιά, το επηρεάζουν είτε θετικά είτε αρνητικά. Πολλές φορές όμως αυτό δε γίνεται αντιληπτό από το παιδί ώστε να καταφέρει να το διαχειριστεί ανάλογα.
Συχνά κι όχι αδίκως, τα δεύτερα παιδιά νιώθουν ότι έρχονται δεύτερα σ’ όλα- μια σύγκριση μοιραία. Γενικά υπάρχουν δύο περιπτώσεις: ή που το πρώτο παιδί θα είναι ο αντάρτης της οικογένειας και το δεύτερο θα πάρει τον τίτλου του καλού παιδιού, ή που το μεγάλο θα είναι το εύκολο παιδί και το μικρό ο επαναστάτης. Πολλές φορές οι ρόλοι εναλλάσσονται ανάλογα με την περίσταση και το τι διακυβεύεται. Έτσι κι αλλιώς θα ακουστούν εναλλάξ οι ακόλουθες φράσεις: «είσαι ο μεγαλύτερος και πρέπει να κάνεις υποχωρήσεις, το μικρότερο αδελφάκι σου δεν καταλαβαίνει ακόμα όσα εσύ», «είναι μεγαλύτερος και θα ήταν καλό να τον ακούς».
Ας το δούμε όμως και λίγο πιο πρακτικά. Το νεότερο παιδί θα φορέσει τα χρησιμοποιημένα ρούχα του πρώτου, θα παίξει με παιχνίδια που δε γυαλίζουν, θα έχει 37.8 πυρετό κι αυτό θα είναι εντάξει ή θα πάει την πρώτη μέρα στο σχολείο κι αυτό θα είναι ανακούφιση όχι στεναχώρια. Δεν κάνει κάτι λάθος το παιδί, ούτε οι γονείς, οι συνθήκες είναι αυτές. Τα δεύτερα παιδιά μεγαλώνουν «στον αυτόματο», οι γονείς ήδη ξέρουν, ανησυχούν λιγότερο ή για διαφορετικά πράγματα, δεν κάνουν τόσα λάθη, έχουν άλλον αέρα κι άλλη σιγουριά, δεν πρόκειται όμως σε καμία περίπτωση για ζήτημα «δεύτερης» ή άνισης αγάπης. Μαμά ηρέμησε, δεν είπαμε ότι αγαπάς τον αδελφό μου περισσότερο.
Δύο παιδιά μες την ίδια οικογένεια, αλλά δύο ξεχωριστά παιδιά. Είναι κάπως μαγικό και πολύ ενδιαφέρον. Δεν είναι κακό να είσαι μεγαλύτερος με τις συνέπειες που σ’ ακολουθούν, ούτε και να είσαι μικρότερος με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Τα δεύτερα παιδιά έχουν μάθει να ακολουθούν το αδελφάκι τους χωρίς σκέψη, να ζουν στη σκιά του και να «χρησιμοποιούν» την ηλικία τους ως δύναμη, να παραμένουν κολλημένα πάνω τους -εδώ βέβαια παίζει ρόλο και η διαφορά ηλικίας αλλά και το φύλο-, ή μαθαίνουν να ζουν σε απόσταση. Σε κάθε περίπτωση όμως, μεγαλώνοντας τείνουν να γίνονται πιο ανεξάρτητα και πιο αυτόνομα απ’ τα πρώτα παιδιά.
Όσο λοιπόν είναι μικρά, το δεύτερο παίρνει το ρόλο που «περισσεύει», αναπτύσσει μ’ άλλο τρόπο τις δεξιότητές του για να έχει προσοχή και να είναι καλύτερο σε κάτι σε σχέση με το αδελφάκι του. Μεγαλώνοντας όμως δυσκολεύεται να βγει απ’ αυτό το τριπάκι, να αναπτύξει κι άλλα χαρακτηριστικά, να γίνει κάτι που ίσως θυμίζει το μεγαλύτερο, να μπορέσει να αγγίξει κάποια πλευρά που δε διαφέρει και τόσο απ’ εκείνο. Να αναπτύξει μία ικανότητα που ίσως και πριν είχε, αλλά δεν ήθελε να μπει σε διαδικασία σύγκρισης. Ας σημειωθεί πως ακόμα κι αν το κάνει, μέσα στην οικογένεια θα αντιμετωπίζεται μ’ έναν τρόπο που θα θυμίζει πάντα τα παλιά.
Η αλήθεια είναι πως δυσκολεύεται να δεχτεί ότι απολάμβανε να ζει στη σκιά του αδελφού του, πως τον βόλευε κάποιες φορές, ότι του αρέσει να είναι ο μικρότερος κι απλώς θέλει να αναγνωριστεί ως εξίσου δυναμικός κι έξυπνος, εξίσου σπουδαίος. Μπορεί ας πούμε, το αδελφάκι του να έπαιζε όλα τα μουσικά όργανα με μεγάλη επιτυχία και με ό,τι καταπιανόταν να τα κατάφερνε. Το δεύτερο παιδί δε δοκίμαζε ποτέ τις δυνάμεις του σε κάτι παρόμοιο γιατί δεν ήθελε στη σύγκριση να είναι ο χαμένος -κι ας μαγευόταν κάθε φορά που έπαιζε πιάνο. Επειδή αυτό το μοτίβο που έχει δημιουργηθεί μες στην οικογένεια είναι πολύ ισχυρό, οι υπόλοιποι δεν μπορούν να αποδεχθούν κατευθείαν αυτήν τη νέα πληροφορία με ενθουσιασμό κι επιδοκιμασία. Όχι γιατί δεν πιστεύουν πως και τα δύο παιδιά έχουν τις ίδιες δυνατότητες και προοπτικές, αλλά επειδή είναι κάτι καινούριο.
Ουσιαστικά κανένα μέλος της οικογένειας δεν κάνει κάποιο σημαντικό λάθος, απλώς όλοι αντιμετωπίζουν την κατάσταση μονόπλευρα και κάπως επιφανειακά. Καλό είναι να υπάρχει χώρος για να αναπτυχθούν κάθε είδους δεξιότητες και να εκφράζονται όλοι ελεύθερα και με άνεση. Να μπορούν να γίνουν και να δοκιμάσουν ό,τι θέλουν, ακόμη κι αν δεν είσαι τόσο καλοί, να μαθαίνουν από το αδελφάκι τους -ή το παιδί τους- αλλά να μπορούν να χαράξουν και το δικό τους δρόμο, αυτόν που δεν είχε περπατήσει κανείς ως τώρα, χωρίς υποτίμηση, χωρίς έλλειψη εμπιστοσύνης, σεβασμού κι υποστήριξης. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως στις ενήλικες σχέσεις μας, ψάχνουμε υποσυνείδητα κομμάτια από το αδελφάκι μας στους άλλους ανθρώπους, μιας κι αυτή η εικόνα μάς είναι αρκετά γνώριμη. Τι κι αν σπάσουμε όμως το μοτίβο;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου