Η αγάπη και το πάθος πολλές φορές πορεύονται μαζί σε μία σχέση. Το πάθος παρομοιάζεται με τον έρωτα κι αυτός με την σειρά του με την παρόρμηση. Το πάθος ξεκινά να εκφράζεται με αυθαίρετες πράξεις, δίχως δεύτερες σκέψεις και λεκτικά απλώς μ’ ένα «σε θέλω». Κάπου στην πορεία η αγνότητα της αγάπης γίνεται ανεξίτηλη σε αντίθεση με τη φωτιά του πάθους που σιγά-σιγά γίνεται σπίθα.
Όταν συμβιώνουν στο ίδιο έδαφος ταυτόχρονα, μερικές φορές μεταφράζονται με διαφορετικό τρόπο από τον δέκτη τους. Ο άνθρωπος που έχει τη δυνατότητα να ακούει την ψυχή κάποιου άλλου, ίσως μεταφράζει την πληροφορία με διαφορετικό τρόπο. Συγχέει συναισθήματα, τα οποία εκφράζονται λεκτικά ή με πράξεις με πλασματικές καταστάσεις. Καταστάσεις που θα ήθελε κάποιος να ισχύουν, όμως κατοικούν μόνο στη φαντασία του. Μερικοί νομίζουν πως η αγάπη και το πάθος σημαίνει κι εξάρτηση.
Η αλήθεια είναι πως υπάρχει η ανάγκη νιώθουμε τη φυσική παρουσία του ανθρώπου μας στην ζωή μας. Αισθανόμαστε ευτυχισμένοι κοντά του χωρίς να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος πέρα από το ίδιο το άτομο. Ένα άγγιγμα, ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο ή ένα φιλί είναι ικανά να μας φτιάξουν τη μέρα. Ένας άνθρωπος γίνεται γρήγορα κομμάτι της καθημερινότητάς μας χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Μας ελκύει σαν μαγνήτης κοντά του κι εμείς τον ακολουθούμε πιστά.
Κάπου στη διαδρομή, όσο σβήνει το πάθος, ξεκινούν τα μάτια μας να ανοίγουν. Ξεκινάμε να μπαίνουμε στο επόμενο στάδιο μιας σχέσης κι αν έχει παρερμηνευτεί κάποια κίνηση το αποτέλεσμα είναι ένα: θα μας θεωρήσουν ή θα τους θεωρήσουμε δεδομένους. Τότε αυτή η πλευρά, που θα ανοίξει τα μάτια της θα ξεκινά να βαδίζει προς άλλη κατεύθυνση. Το πάθος θα αρχίσει να υποχωρεί και η φλόγα να σβήνει.
Μόλις συμβεί αυτό, το στανταράκι μας ξεκινά να ξενερώνει. Εκείνη τη στιγμή τα «σε θέλω» -είτε βουβά, είτε ηχηρά- ξεθωριάζουν μέρα με την μέρα και περισσότερο, μέχρι να εξαφανιστούν. Η αγάπη έχει τη δύναμη να παραμένει δίχως να εξαφανίζεται στον χρόνο. Όμως το «σε θέλω» και το «σ’ αγαπάω» δε σημαίνει πως δεν μπορεί να ζήσει κάποιος χωρίς την απουσία μας. Όταν ακούμε τέτοιες φράσεις -γεμάτες συναισθήματα- γεμίζουμε το «εγώ» μας με σιγουριά κι αυτοπεποίθηση· θεωρούμε τον άνθρωπο που μας τα λέει δεδομένο. Παραβλέπουμε κάποιες φορές το γεγονός πως είχε ζωή και πριν από εμάς.
Οι άνθρωποι για να καλύψουμε τον εγωισμό μας, συνήθως λαμβάνουμε υπόψιν μας την εκδοχή που θέλουμε. Θα κρατήσουμε στο υποσυνείδητό μας τα λόγια κάποιου, όμως στο συνειδητό μας δε θα έχουμε τη δύναμη να τα εκφράσουμε όπως ακριβώς μας τα μετέφερε. Πάντοτε θα κρύβουμε κάτι προκειμένου να μην αφήσουμε τις ανασφάλειές μας -τις οποίες κρύβουμε καλά- να βγουν ξανά στην επιφάνεια. Πληγώνουμε οι ίδιοι τους εαυτούς μας και καταφέρνουμε να πληγώσουμε και τους γύρω μας.
Το «σ’ αγαπάω» δε σημαίνει πως «σε θέλω». Το «σ’ αγαπάω» ή το «σε θέλω» δε σημαίνουν πως δεν μπορεί να ζήσει κάποιος χωρίς εμάς. Το να θεωρούμε κάποιον δεδομένο είναι σαν να μην τον υπολογίζουμε. Τα αισθήματα μοιάζουν να μην είναι αμοιβαία. Δεν αποκλείεται να υπάρχουν μέσα μας, όμως οι ανασφάλειές μας κάποιες στιγμές τα καλύπτουν. Ξαφνικά ο άνθρωπός μας κουβαλά ένα φορτίο το οποίο δεν του ανήκει. Όσο και να μας αγαπά κάποιος θα αφήσει το βάρος που τον φορτώσαμε και θα συνεχίσει να πορεύεται -ακριβώς όπως και πριν συστηθούμε.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.