Ακούγεται τελείως μουρλό για όσους δεν έχουν ζήσει την ίδια εμπειρία. Απορούν όταν ακούνε απ’ τους άλλους ότι αφήνουν την καθημερινότητά τους και τα παρατάνε όλα, για να πάνε για μερικές βδομάδες να δουλέψουν κλεισμένοι σε μια κατασκήνωση, αφήνοντας όλες τις ανέσεις του σπιτιού τους. Δεν είναι, βλέπεις, σε θέση να γνωρίζει κάποιος που δεν έχει πάει ποτέ σε κατασκήνωση όλα εκείνα που έχει να σου προσφέρει.
Δεν μπορούν να καταλάβουν, όμως, ούτε το συναίσθημα την πρώτη μέρα που πατάς το πόδι σου εκεί, στο μέρος που μεγάλωσες, σε εκείνο που σε φιλοξενούσε με αγάπη κάθε καλοκαίρι της παιδικής κι εφηβικής σου ηλικίας.
Είναι το μέρος που σου έμαθε να στρώνεις το κρεβάτι σου στα πέντε σου και που οδήγησες για πρώτη φορά ποδήλατο –κι ας ήταν με βοηθητικές ρόδες– στα οχτώ. Εκεί που ερωτεύτηκες για πρώτη φορά δειλά, όταν χορέψατε μαζί σε εκείνο το πάρτι, στα δεκαπέντε. Εκεί που έδωσες την πρώτη σου συναυλία και κάθε φορά που ακούς αυτό το τραγούδι θα ταξιδεύεις πίσω στο χρόνο. Εκεί που επέστρεψες για βοηθός στα δεκαέξι, εκεί που δημιούργησες φιλίες, που άντεξαν κι από συγκάτοικοι στην κατασκήνωση καταλήξατε συγκάτοικοι στην ενήλικη ζωή.
Μετράς, λοιπόν, τις μέρες μέχρι να μπεις και πεθαίνεις απ’ την ανυπομονησία. Νιώθεις ξανά το αίσθημα εκείνο, το γνώριμο, καθώς ετοιμάζεις τις βαλίτσες σου κι αγωνιάς να χωρέσεις όλα όσα χρειάζεσαι σε τόσο λίγο χώρο. Το βράδυ πριν μπεις είναι έθιμο πλέον να μην κοιμάσαι, φτιάχνεις σενάρια με τους φίλους σου για την περίοδο που σας περιμένει. Έχεις στο μυαλό σου όλα όσα θες να προλάβεις να στριμώξεις μέσα σε τρεις εβδομάδες. Ό,τι πλάνο κι αν κάνεις όμως, δύσκολα θα μπορέσει να ανταποκριθεί στην πραγματικότητα, αφού τα γεγονότα και τα δεδομένα αλλάζουν κάθε μέρα -και καλύτερα, μιας και τα απρογραμμάτιστα είναι τα πιο ωραία.
Ίσως κάποτε να αποζητάς ένα ήσυχο μεσημέρι, μπας και ξεκουραστείς καθόλου, αλλά όλη αυτή η γλυκιά ταλαιπωρία είναι που έχει τη χάρη της. Όλα τα ξενύχτια με φίλους και λίγη μπίρα, όλα τα παιδιά που κάθε χρόνο σκαρφαλώνουν πάνω σου για να μη σε αφήσουν να φύγεις την τελευταία μέρα, όλοι οι έρωτες που έχουν κάτι το αυθεντικό, παιδικό κι αθώο και γεννιούνται μέσα στις όμορφες κατασκηνωτικές αυτές βραδιές.
Όταν αγκαλιά όλη η παρέα ακούτε το «πού να βρω ένα φιλαράκι να μου πει πως μ’ αγαπάει στα αλήθεια» θες απλώς να παγώσει ο χρόνος και το καλοκαίρι να κρατήσει όσο περισσότερο γίνεται, ο ήλιος να αργήσει να εμφανιστεί, όσο απολαμβάνετε τη φεγγαράδα.
Και δεν έχει σημασία αν είσαι παιδί και μπαίνεις ως κατασκηνωτής ή ενήλικας και δουλεύεις ως ομαδάρχη, γιατί όλοι όσοι βρισκόμαστε εκεί κρύβουμε ένα παιδί μέσα μας κι η κατασκήνωση για μας δεν είναι απλά διακοπές. Είναι τα παιδικά μας όνειρα, οι αληθινές φιλίες μας κι οι πρώτοι έρωτές μας. Είναι η ξεγνοιασιά, που μακριά της τη νοσταλγείς. Κι είμαστε τυχεροί όσοι έχουμε την ευκαιρία να δώσουμε, ως ομαδάρχες πια, την αγάπη που πήραμε ως κατασκηνωτές.
Υ.Γ. Αυτές οι λέξεις είναι αφιερωμένες στο φιλαράκι που ήταν σε όλα δίπλα μου. Στο δίπλα σπιτάκι, στο δίπλα τραπέζι, πάντα κοντά μου ό,τι κι αν χρειαστώ. Στο κατασκηνωτικό μου έτερον ήμισυ, που χωρίς αυτό κι όλους τους καλούς φίλους η κατασκήνωση δε θα ήταν ίδια. Είμαι τυχερή που σε γνώρισα, λοιπόν, μια νύχτα σαν κι αυτή του Ιούνη. Στον ορισμό της λέξης «φίλος». Ναταλία Φουτράκη, για εσένα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη