Η μάνα είναι μόνο μια και γι’ αυτό δε χωρεί αμφιβολία και καμιά αντίρρηση. Οι γιαγιάδες κι οι παππούδες, είναι από δύο και συνήθως κάπου έχουμε μια μεγαλύτερη αδυναμία. Από θείες και θείους πάλι, εκεί κι αν γίνεται χαμός! Τους έχεις πολλούς! Όμως θα ξεχωρίσεις έναν ή μία. Αυτόν/ή που από παιδί έμαθες να ανοίγεσαι και να λες πράγματα για τον εαυτό σου που μόνο στο ημερολόγιό σου θα μπορούσες να εκμυστηρευτείς, αν φυσικά δεν υπήρχε αυτό το πρόσωπο.
Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να σας μιλήσω για την παραμάνα μου, την Μαμίτσα μου. Την αγαπημένη μου θεία!
Δηλώνω ευτυχισμένο ανιψάκι μιας υπέροχης, cool γυναίκας, που μπορεί να μην έχει παιδιά, αλλά τα ανίψια της είναι όλη της η ζωή, όπως λέει κι εγώ η καρδιά της. Θυμάμαι τον εαυτό μου από παιδί που όταν με μάλωνε η μαμά, η αγκαλιά της θείας μου ήταν πάντα έτοιμη κι ορθάνοιχτη να με υποδεχτεί και να μου διώξει όλη τη στεναχώρια και τα δάκρυα πέρα. Πολλές φορές τα έβαζε και με τη μάνα μου επειδή με μάλωνε. Αυτό μου έδινε δύναμη και με έκανε να νιώθω πως ο φύλακας άγγελός μου είναι δίπλα μου και πως ό,τι κι να γίνει θα είναι εδώ να «καθαρίσει» για εμένα!
Αργότερα, μπαίνοντας στην εφηβεία και ζώντας τους πρώτους έρωτες, ήταν εκείνη που μοιραζόμουν τα συναισθήματά μου και τις ανησυχίες μου. Με συμβούλευε και με κάλυπτε στα ραντεβουδάκια με το δικό της διακριτικό τρόπο ώστε να μην καρφωθούμε σε κανένα, ενώ παράλληλα κρυφοκοίταζε από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου να «κόψει» κίνηση για το αίσθημα που της είχα φάει τα αυτιά, να μπορεί αργότερα να μου πει την πολύτιμη γνώμη της.
Βέβαια, πάντα νόμιζα πως η μαμά δεν ήξερε τίποτα για όλα αυτά. Ούτε για τα ραντεβού, ούτε για τους έρωτες, ούτε για το πρώτο μου τσιγάρο. Νόμιζα! Στην πορεία, μεγαλώνοντας, κατάλαβα πως είχε απλώς τον τρόπο της με την αδερφή της και της τα έλεγες όλα τα καμώματά μου για να με προσέχει. Πολύ πιθανό να ήξερε τα κουμπιά της. Με ξελάσπωσε πολλές φορές και με έβγαλε από τη δύσκολη θέση να της τα πω εγώ. Και τώρα πια ξέρω, πως όλα τα έλεγε για το καλό μου.
Ήταν το δικό της το κουδούνι που χτυπούσε στις 6 το πρωί για να με υποδεχτεί μεθυσμένη κι αλαφιασμένη όταν δεν έπρεπε να με δει κανείς άλλος σε αυτά τα χάλια. Με μάζευε, με φρόντιζε, μου έφτιαχνε ελληνικό καφέ να με ξυπνήσει από τη μέθη και κουβεντιάζαμε για να ηρεμήσω. Ποτέ της δε μου ζήτησε το λόγο που ήμουν έτσι. «Ζήσε, μα να προσέχεις τον εαυτό σου» μου έλεγε πάντα, χαϊδεύοντάς μου τα μαλλιά.
Δεν τη φώναξα ποτέ «θεία». Μου το ‘χει απαγορεύσει, εξάλλου είμαστε πολλά παραπάνω από θεία κι ανιψιά, είμαστε φίλες, αδέλφια. «Γιατί εμείς έχουμε βρει το δικό μας κώδικα επικοινωνίας» την ακούω κι αμέσως χαμογελάω.
Να ξέρεις, θείτσα μου, πως σ’ αγαπώ πολύ. Είσαι η αδερφή που ποτέ δεν είχα. Η κολλητή, που δε θα με προδώσει για τίποτα και κανέναν. Η δασκάλα μου στο μάθημα «ζωή». Οι συμβουλές σου με έχουν σώσει όποτε τις ακολουθούσα. Είσαι το στήριγμά μου. Η μία και μοναδική μου δύναμη. Είσαι η καλύτερη. Το δώρο που μου έχει στείλει ο Θεός. Ο φύλακας άγγελός μου.
Ποιες φιλίες και ποιοι έρωτες να με χωρέσουν και να με καταλάβουν όπως εσύ; Κανείς δε συγκρίνεται μαζί σου. Κανείς δε μ’ αγαπάει και δε θα μ’ αγαπήσει όπως εσύ. Σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις στη ζωή μου κι έχεις συμβάλει σε αυτό που είμαι σήμερα.
Σε όλους τους θείους και τις θείες αυτού του πλανήτη που είναι οι δεύτεροι γονείς μας.
Επιμέλεια Κειμένου Μάνθας Τσάμη: Πωλίνα Πανέρη